Tου Ν. Καϊμάκη
Σήμερα η χώρα, παρά τη μείωση της ενεργειακής ζήτησης λόγω της κρίσης, εμφανίζει σημαντικές ενεργειακές ανάγκες. Αιτίες, η αλλοπρόσαλλη ενεργειακή εναρμόνιση της χώρας στην πολιτική της «απελευθέρωσης» της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας [Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου (ΦΑ)], η αποσπασματική και σπάταλη πολιτική ασφάλειας στον ενεργειακό εφοδιασμό (στο ΦΑ και το λιγνίτη), η παντελής έλλειψη πολιτικής μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού (για τη βέλτιστη αξιοποίηση των ΑΠΕ και του ΦΑ που προϋποθέτουν χιλιάδες χιλιόμετρα δικτύων, μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δικτύων διανομής ΦΑ), η ανύπαρκτη πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας και η απαξίωση της ΔΕΗ για να διευκολυνθεί η ένταξη των ιδιωτών παραγωγών στον στρατηγικό τομέα της ενέργειας.
Αν στα παραπάνω προστεθούν η εδαφική ιδιομορφία της χώρας (νησιωτικές και ορεινές περιοχές), η διασπορά του πληθυσμού της (χιλιάδες οικισμοί) και η κλιματική αλλαγή (αλόγιστη χρήση κλιματιστικών), μπορούν να κατανοηθούν τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα στον τομέα αυτό. Άλλωστε, η «Εποχή», έχει αναλυτικά παρουσιάσει στο πρόσφατο παρελθόν τα προβλήματα αυτά.
Κλείνει ο κύκλος των δημόσιων επιχειρήσεων
Είναι γνωστό ότι η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ, μαζί και με άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, αποτέλεσαν την ατμομηχανή της όποιας μορφής και ποιότητας ανάπτυξης πέτυχε αυτός ο τόπος τα τελευταία 50 χρόνια. Σήμερα, η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, με την άφρονα και ασυνάρτητη πολιτική που ακολούθησαν μετά τη μεταπολίτευση όλες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στους τομείς της ενέργειας, των επικοινωνιών και των μεταφορών, χωρίς βεβαίως να απαλλάσσεται από ευθύνες και το συνδικαλιστικό κίνημα, που αν και πανίσχυρο στους τομείς αυτούς, ήταν συντεχνιακό και εξαρτημένο από κομματικά και κυβερνητικά κέντρα κατά τη μεγαλύτερη περίοδο.
Η φθίνουσα πορεία των μεγάλων αυτών δημόσιων επιχειρήσεων που σήμερα ειδικώς θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλους «εθνικών πρωταθλητών» και να συμβάλουν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, αν υπάρξει ποτέ τέτοια, αποτελεί το μεγάλο πλήγμα στην «καρδιά» της οικονομίας αυτής της χώρας.
Η διάλυση της Ολυμπιακής ήταν η αρχή, η εκποίηση του ΟΤΕ το επόμενο βήμα, ο διαμελισμός της ΔΕΗ θα είναι η κορύφωση της τραγωδίας.
Η πραγματικότητα για τα τιμολόγια της ΔΕΗ
Τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν 11 αυξήσεις τιμολογίων ύψους περίπου 20%. Το 2011 μεθοδεύτηκαν σοβαρές τροποποιήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, που αύξησαν σημαντικά την τιμή του ρεύματος. Επιβλήθηκε η κλιμάκωση της τιμής τους και ο αναλυτικότερος διαχωρισμός τους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν το ανερχόμενο κόστος προμήθειας του μίγματος των καυσίμων, να αμβλυνθούν οι διαμαρτυρίες των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών αλλά και να απορροφηθεί ομαλότερα η εκρηκτική και ασυνήθης για τα ελληνικά δεδομένα αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις που έγιναν, οι τιμές του ρεύματος για τους οικιακούς καταναλωτές είναι χαμηλότερες σε σχέση με αυτές που πληρώνουν οι καταναλωτές άλλων χωρών του νότου της ευρωζώνης. Η τιμή της κιλοβατώρας για τους οικιακούς καταναλωτές κάτω των 1000 kWh, με πρόσφατα στοιχεία της EUROSTAT, είναι στην Ισπανία κατά 120% υψηλότερη και στην Πορτογαλία κατά 50% έναντι αυτής της χώρας μας. Για καταναλώσεις από 1000-2500 kWh, παρά την πρόσφατη κλιμάκωση που έγινε στα τιμολόγια της ΔΕΗ, η τιμή του ρεύματος στην Ισπανία είναι κατά 100% υψηλότερη ενώ στην Πορτογαλία κατά 30%.
Ακόμη, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές με χαμηλές έως μετρίου επιπέδου καταναλώσεις, οι οποίες καλύπτουν τη συντριπτική πλειοψηφία των οικιακών καταναλωτών της ΔΕΗ, είναι από τις χαμηλότερες σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Πάλι με στοιχεία της EUROSTAT, για καταναλώσεις κάτω των 1000 kWh, η τιμή της kWh στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη κατά 43% έναντι της μέσης τιμής της των χωρών της ευρωζώνης και κατά 37% έναντι της μέσης τιμής τω 27 χωρών της Ε.Ε. Αντίστοιχες διαφορές εμφανίζονται και στις μεγαλύτερες καταναλώσεις των οικιακών καταναλωτών από 1000-2500 kWh. Και σε αυτές οι τιμές είναι εξίσου χαμηλές στη χώρα μας σε σχέση με τις καταναλώσεις των άλλων.
Βεβαίως, η κλιμάκωση προς τα πάνω των οικιακών καταναλώσεων (από 2500-5000 kWh) περιορίζει, χωρίς να μηδενίζει, το άνοιγμα των τιμών μεταξύ των ελληνικών και των άλλων ευρωπαϊκών τιμολογίων ρεύματος. Ενδεχομένως μετά από τις 5000 kWh οι διαφορές στις τιμές του ρεύματος μεταξύ των 27 χωρών να συγκλίνουν ακόμα περισσότερο, χωρίς η χώρα μας να είναι από τις ακριβότερες. Όμως αυτό το στοιχείο ενδιαφέρει λίγους καταναλωτές, που διαμένουν σε μεγάλα κτίρια εκατοντάδων τετραγωνικών, με ηλεκτροβόρες εγκαταστάσεις, με πισίνες, εξωτερικά δίκτυα φωτισμού κλπ, και δεν αφορούν την πλειοψηφία των ελλήνων οικιακών καταναλωτών. Άλλωστε. η ποσοστιαία συμμετοχή της δαπάνης για ηλεκτρικό ρεύμα στο σύνολο των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή είναι η χαμηλότερη τόσο κατά τα προηγούμενα χρόνια όσο και το 2011 (εκτιμήσεις Επιτροπής, ΕΚΤ).
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η διαμόρφωση των τιμολογίων ανάλογα με τις χρήσεις, που καθιερώθηκαν από το 2011, έχει αφετηρία το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο για την προστασία των ευπαθών ομάδων (ΑμΕ, μακροχρόνια άνεργοι, χαμηλά εισοδήματα, πολύτεκνοι), όμως το πλήθος της συμμετοχής καταναλωτών στην κατηγορία αυτού του τιμολογίου παραμένει μικρό. (Συμμετέχουν σε αυτό μόνο 300.000 καταναλωτές). ....
Ενδεχομένως τα κριτήρια που συνοδεύουν την υπαγωγή αδύναμων καταναλωτών σε αυτό το τιμολόγιο είναι διαμορφωμένα κατά τρόπο που αποτελούν φραγμό και προκαλούν αντιστάσεις στην ένταξη σε αυτό, αδύναμων ομάδων του πληθυσμού (απαιτείται έρευνα, γιατί υπάρχουν σοβαρά παράπονα).
Τα νέα μέτρα Παπαδήμου
Επίσης, το κλιμακούμενο οικιακό τιμολόγιο (αύξηση τιμής ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), το μειωμένο αγροτικό τιμολόγιο και το τιμολόγιο αγροτικής χρήσης για άρδευση και αποστράγγιση, τα έξι (6) τον αριθμό βιομηχανικά τιμολόγια -χαμηλής τάσης (3), μέσης τάσης (2) και υψηλής (1)- καθώς και τα τιμολόγια δημοτικού φωτισμού και το τιμολόγιο(άκουσον!) εφημερίδων, αποτελούν «συλλήψεις» που θα αποσαφηνιστούν μετά την ενσωμάτωση της νέας αύξησης του 9% που αποφάσισε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Με τα νέα κλιμακούμενα τιμολόγια, βεβαίως, δημιουργείται πρόβλημα στους οικιακούς καταναλωτές χαμηλών καταναλώσεων 300-700 kWh, που επιβαρύνονται σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν και σε σχέση με τις υψηλότερες οικιακές καταναλώσεις που ευνοούνται (πάνω από 1000 kWH), το ίδιο και οι επαγγελματοβιοτέχνες που, λόγω κρίσης, αδυνατούν να αναπτυχθούν και να μεταφερθούν σε άλλη βιομηχανική κατηγορία με ευνοϊκότερες τιμές τιμολογίου ρεύματος, και να αντέξουν το συνολικό «χαράτσι» της ΔΕΗ.
Πρέπει να τονιστεί ακόμη ότι πριν επιβληθεί η περιβόητη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα τιμολόγια ρεύματος της ΔΕΗ ήταν πολύ πιο χαμηλά από τα σημερινά επίπεδα και συντριπτικά χαμηλότερα από τα τιμολόγια των άλλων χωρών της ΕΕ. Από το 2002 μέχρι σήμερα το ηλεκτρικό ρεύμα στις βιοτεχνίες έχει αυξηθεί κατά 40%. Το 2002, για παράδειγμα, η σύγκριση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές της Ένωσης σε μονάδες εναρμονισμένου κόστους ήταν 4,1 μονάδες για την Ελλάδα, 6,5 για την ΕΕ (μέση τιμή) και πολύ περισσότερες (13-15 μονάδες) για τις βόρειες χώρες της ευρωζώνης.
Πολύ κακό για το τίποτα
Το 2001 με νόμο του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες η περιβόητη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα, 11 χρόνια μετά, η ΔΕΗ διατηρεί το 95,8% του μεριδίου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ιδιώτες επιχειρηματίες σε 11 χρόνια προχώρησαν στην κατασκευή τριών μόλις μονάδων παραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο. Έδειξαν δηλαδή με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τα όριά τους και την αδυναμία τους να επενδύσουν αυτόνομα στο σημαντικό αυτό τομέα για την εθνική οικονομία.
Το ανησυχητικό είναι ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις και η ΔΕΗ, με τις αυταπάτες της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, δεν έχουν ακόμα προωθήσει την ομαλή μετάβαση της χώρας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τη δημιουργία μιας οικονομίας χαμηλού άνθρακα. Δεν έχουν αποφασίσει το μίγμα καυσίμου που θα χρησιμοποιήσει η χώρα από εδώ και εμπρός (το μίγμα καυσίμου των συμβατικών σταθμών παραγωγής της ΔΕΗ αποτελείται σήμερα από λιγνίτη κατά 61%, Φ.Α κατά 13%, υδροηλεκτρικά κατά 15% και πετρέλαιο κατά 11%). Δεν έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), αφού η ΔΕΗ σήμερα παράγει από ΑΠΕ μόνο 350 MWh (το 0,8% της ενεργειακής παραγωγής της) και 45000 MWh από τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής (το 99,2% της παραγωγής της) μετά από 11 χρόνια εξαγγελιών και νομοθετικών ρυθμίσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Φούμαρα επομένως η επαρκής ενέργεια της ΝΔ με τα Black-Out στα μέσα της δεκαετίας του ‘10 και ο μύθος της πράσινης ενέργειας του ΠΑΣΟΚ στο τέλος της ίδιας δεκαετίας. Τα τιμολόγια της ΔΕΗ αποτελούν δυστυχώς την κορυφή του παγόβουνου. Τα μεγάλα προβλήματα της απαξίωσης και του επικείμενου διαμελισμού της, η απώλεια των στόχων της και η μετάλλαξή της σε φοροεισπράκτορα της δημόσιας διοίκησης, σε κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους και σπόνσορα της ΕΡΤ συνθέτουν τα μεγάλα προβλήματα στον τομέα της ενέργειας, που δυστυχώς όπως όλα τα άλλα βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο.
Σήμερα η χώρα, παρά τη μείωση της ενεργειακής ζήτησης λόγω της κρίσης, εμφανίζει σημαντικές ενεργειακές ανάγκες. Αιτίες, η αλλοπρόσαλλη ενεργειακή εναρμόνιση της χώρας στην πολιτική της «απελευθέρωσης» της ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας [Ηλεκτρισμού και Φυσικού Αερίου (ΦΑ)], η αποσπασματική και σπάταλη πολιτική ασφάλειας στον ενεργειακό εφοδιασμό (στο ΦΑ και το λιγνίτη), η παντελής έλλειψη πολιτικής μακροχρόνιου ενεργειακού σχεδιασμού (για τη βέλτιστη αξιοποίηση των ΑΠΕ και του ΦΑ που προϋποθέτουν χιλιάδες χιλιόμετρα δικτύων, μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και δικτύων διανομής ΦΑ), η ανύπαρκτη πολιτική εξοικονόμησης ενέργειας και η απαξίωση της ΔΕΗ για να διευκολυνθεί η ένταξη των ιδιωτών παραγωγών στον στρατηγικό τομέα της ενέργειας.
Αν στα παραπάνω προστεθούν η εδαφική ιδιομορφία της χώρας (νησιωτικές και ορεινές περιοχές), η διασπορά του πληθυσμού της (χιλιάδες οικισμοί) και η κλιματική αλλαγή (αλόγιστη χρήση κλιματιστικών), μπορούν να κατανοηθούν τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα στον τομέα αυτό. Άλλωστε, η «Εποχή», έχει αναλυτικά παρουσιάσει στο πρόσφατο παρελθόν τα προβλήματα αυτά.
Κλείνει ο κύκλος των δημόσιων επιχειρήσεων
Είναι γνωστό ότι η ΔΕΗ και ο ΟΤΕ, μαζί και με άλλες δημόσιες επιχειρήσεις, αποτέλεσαν την ατμομηχανή της όποιας μορφής και ποιότητας ανάπτυξης πέτυχε αυτός ο τόπος τα τελευταία 50 χρόνια. Σήμερα, η περίοδος αυτή έφτασε στο τέλος της, με την άφρονα και ασυνάρτητη πολιτική που ακολούθησαν μετά τη μεταπολίτευση όλες οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ στους τομείς της ενέργειας, των επικοινωνιών και των μεταφορών, χωρίς βεβαίως να απαλλάσσεται από ευθύνες και το συνδικαλιστικό κίνημα, που αν και πανίσχυρο στους τομείς αυτούς, ήταν συντεχνιακό και εξαρτημένο από κομματικά και κυβερνητικά κέντρα κατά τη μεγαλύτερη περίοδο.
Η φθίνουσα πορεία των μεγάλων αυτών δημόσιων επιχειρήσεων που σήμερα ειδικώς θα μπορούσαν να διαδραματίσουν ρόλους «εθνικών πρωταθλητών» και να συμβάλουν στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της χώρας, αν υπάρξει ποτέ τέτοια, αποτελεί το μεγάλο πλήγμα στην «καρδιά» της οικονομίας αυτής της χώρας.
Η διάλυση της Ολυμπιακής ήταν η αρχή, η εκποίηση του ΟΤΕ το επόμενο βήμα, ο διαμελισμός της ΔΕΗ θα είναι η κορύφωση της τραγωδίας.
Η πραγματικότητα για τα τιμολόγια της ΔΕΗ
Τα δύο τελευταία χρόνια έγιναν 11 αυξήσεις τιμολογίων ύψους περίπου 20%. Το 2011 μεθοδεύτηκαν σοβαρές τροποποιήσεις στα τιμολόγια της ΔΕΗ, που αύξησαν σημαντικά την τιμή του ρεύματος. Επιβλήθηκε η κλιμάκωση της τιμής τους και ο αναλυτικότερος διαχωρισμός τους, προκειμένου να εξυπηρετηθούν το ανερχόμενο κόστος προμήθειας του μίγματος των καυσίμων, να αμβλυνθούν οι διαμαρτυρίες των διαφόρων κοινωνικών κατηγοριών αλλά και να απορροφηθεί ομαλότερα η εκρηκτική και ασυνήθης για τα ελληνικά δεδομένα αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ. Παρά τις σημαντικές αυξήσεις που έγιναν, οι τιμές του ρεύματος για τους οικιακούς καταναλωτές είναι χαμηλότερες σε σχέση με αυτές που πληρώνουν οι καταναλωτές άλλων χωρών του νότου της ευρωζώνης. Η τιμή της κιλοβατώρας για τους οικιακούς καταναλωτές κάτω των 1000 kWh, με πρόσφατα στοιχεία της EUROSTAT, είναι στην Ισπανία κατά 120% υψηλότερη και στην Πορτογαλία κατά 50% έναντι αυτής της χώρας μας. Για καταναλώσεις από 1000-2500 kWh, παρά την πρόσφατη κλιμάκωση που έγινε στα τιμολόγια της ΔΕΗ, η τιμή του ρεύματος στην Ισπανία είναι κατά 100% υψηλότερη ενώ στην Πορτογαλία κατά 30%.
Ακόμη, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος για οικιακούς καταναλωτές με χαμηλές έως μετρίου επιπέδου καταναλώσεις, οι οποίες καλύπτουν τη συντριπτική πλειοψηφία των οικιακών καταναλωτών της ΔΕΗ, είναι από τις χαμηλότερες σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Πάλι με στοιχεία της EUROSTAT, για καταναλώσεις κάτω των 1000 kWh, η τιμή της kWh στην Ελλάδα είναι χαμηλότερη κατά 43% έναντι της μέσης τιμής της των χωρών της ευρωζώνης και κατά 37% έναντι της μέσης τιμής τω 27 χωρών της Ε.Ε. Αντίστοιχες διαφορές εμφανίζονται και στις μεγαλύτερες καταναλώσεις των οικιακών καταναλωτών από 1000-2500 kWh. Και σε αυτές οι τιμές είναι εξίσου χαμηλές στη χώρα μας σε σχέση με τις καταναλώσεις των άλλων.
Βεβαίως, η κλιμάκωση προς τα πάνω των οικιακών καταναλώσεων (από 2500-5000 kWh) περιορίζει, χωρίς να μηδενίζει, το άνοιγμα των τιμών μεταξύ των ελληνικών και των άλλων ευρωπαϊκών τιμολογίων ρεύματος. Ενδεχομένως μετά από τις 5000 kWh οι διαφορές στις τιμές του ρεύματος μεταξύ των 27 χωρών να συγκλίνουν ακόμα περισσότερο, χωρίς η χώρα μας να είναι από τις ακριβότερες. Όμως αυτό το στοιχείο ενδιαφέρει λίγους καταναλωτές, που διαμένουν σε μεγάλα κτίρια εκατοντάδων τετραγωνικών, με ηλεκτροβόρες εγκαταστάσεις, με πισίνες, εξωτερικά δίκτυα φωτισμού κλπ, και δεν αφορούν την πλειοψηφία των ελλήνων οικιακών καταναλωτών. Άλλωστε. η ποσοστιαία συμμετοχή της δαπάνης για ηλεκτρικό ρεύμα στο σύνολο των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, με βάση τον εναρμονισμένο δείκτη τιμών καταναλωτή είναι η χαμηλότερη τόσο κατά τα προηγούμενα χρόνια όσο και το 2011 (εκτιμήσεις Επιτροπής, ΕΚΤ).
Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι η διαμόρφωση των τιμολογίων ανάλογα με τις χρήσεις, που καθιερώθηκαν από το 2011, έχει αφετηρία το κοινωνικό οικιακό τιμολόγιο για την προστασία των ευπαθών ομάδων (ΑμΕ, μακροχρόνια άνεργοι, χαμηλά εισοδήματα, πολύτεκνοι), όμως το πλήθος της συμμετοχής καταναλωτών στην κατηγορία αυτού του τιμολογίου παραμένει μικρό. (Συμμετέχουν σε αυτό μόνο 300.000 καταναλωτές). ....
Ενδεχομένως τα κριτήρια που συνοδεύουν την υπαγωγή αδύναμων καταναλωτών σε αυτό το τιμολόγιο είναι διαμορφωμένα κατά τρόπο που αποτελούν φραγμό και προκαλούν αντιστάσεις στην ένταξη σε αυτό, αδύναμων ομάδων του πληθυσμού (απαιτείται έρευνα, γιατί υπάρχουν σοβαρά παράπονα).
Τα νέα μέτρα Παπαδήμου
Επίσης, το κλιμακούμενο οικιακό τιμολόγιο (αύξηση τιμής ανάλογα με την αύξηση της κατανάλωσης), το μειωμένο αγροτικό τιμολόγιο και το τιμολόγιο αγροτικής χρήσης για άρδευση και αποστράγγιση, τα έξι (6) τον αριθμό βιομηχανικά τιμολόγια -χαμηλής τάσης (3), μέσης τάσης (2) και υψηλής (1)- καθώς και τα τιμολόγια δημοτικού φωτισμού και το τιμολόγιο(άκουσον!) εφημερίδων, αποτελούν «συλλήψεις» που θα αποσαφηνιστούν μετά την ενσωμάτωση της νέας αύξησης του 9% που αποφάσισε η κυβέρνηση Παπαδήμου. Με τα νέα κλιμακούμενα τιμολόγια, βεβαίως, δημιουργείται πρόβλημα στους οικιακούς καταναλωτές χαμηλών καταναλώσεων 300-700 kWh, που επιβαρύνονται σημαντικά σε σχέση με το παρελθόν και σε σχέση με τις υψηλότερες οικιακές καταναλώσεις που ευνοούνται (πάνω από 1000 kWH), το ίδιο και οι επαγγελματοβιοτέχνες που, λόγω κρίσης, αδυνατούν να αναπτυχθούν και να μεταφερθούν σε άλλη βιομηχανική κατηγορία με ευνοϊκότερες τιμές τιμολογίου ρεύματος, και να αντέξουν το συνολικό «χαράτσι» της ΔΕΗ.
Πρέπει να τονιστεί ακόμη ότι πριν επιβληθεί η περιβόητη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, τα τιμολόγια ρεύματος της ΔΕΗ ήταν πολύ πιο χαμηλά από τα σημερινά επίπεδα και συντριπτικά χαμηλότερα από τα τιμολόγια των άλλων χωρών της ΕΕ. Από το 2002 μέχρι σήμερα το ηλεκτρικό ρεύμα στις βιοτεχνίες έχει αυξηθεί κατά 40%. Το 2002, για παράδειγμα, η σύγκριση των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας για οικιακούς καταναλωτές της Ένωσης σε μονάδες εναρμονισμένου κόστους ήταν 4,1 μονάδες για την Ελλάδα, 6,5 για την ΕΕ (μέση τιμή) και πολύ περισσότερες (13-15 μονάδες) για τις βόρειες χώρες της ευρωζώνης.
Πολύ κακό για το τίποτα
Το 2001 με νόμο του ΠΑΣΟΚ ξεκίνησε με τυμπανοκρουσίες η περιβόητη απελευθέρωση της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Σήμερα, 11 χρόνια μετά, η ΔΕΗ διατηρεί το 95,8% του μεριδίου της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Οι ιδιώτες επιχειρηματίες σε 11 χρόνια προχώρησαν στην κατασκευή τριών μόλις μονάδων παραγωγής με καύσιμο φυσικό αέριο. Έδειξαν δηλαδή με τον πιο πανηγυρικό τρόπο τα όριά τους και την αδυναμία τους να επενδύσουν αυτόνομα στο σημαντικό αυτό τομέα για την εθνική οικονομία.
Το ανησυχητικό είναι ότι οι προηγούμενες κυβερνήσεις και η ΔΕΗ, με τις αυταπάτες της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, δεν έχουν ακόμα προωθήσει την ομαλή μετάβαση της χώρας στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας για τη δημιουργία μιας οικονομίας χαμηλού άνθρακα. Δεν έχουν αποφασίσει το μίγμα καυσίμου που θα χρησιμοποιήσει η χώρα από εδώ και εμπρός (το μίγμα καυσίμου των συμβατικών σταθμών παραγωγής της ΔΕΗ αποτελείται σήμερα από λιγνίτη κατά 61%, Φ.Α κατά 13%, υδροηλεκτρικά κατά 15% και πετρέλαιο κατά 11%). Δεν έχουν συμβάλει στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ), αφού η ΔΕΗ σήμερα παράγει από ΑΠΕ μόνο 350 MWh (το 0,8% της ενεργειακής παραγωγής της) και 45000 MWh από τους συμβατικούς σταθμούς παραγωγής (το 99,2% της παραγωγής της) μετά από 11 χρόνια εξαγγελιών και νομοθετικών ρυθμίσεων του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Φούμαρα επομένως η επαρκής ενέργεια της ΝΔ με τα Black-Out στα μέσα της δεκαετίας του ‘10 και ο μύθος της πράσινης ενέργειας του ΠΑΣΟΚ στο τέλος της ίδιας δεκαετίας. Τα τιμολόγια της ΔΕΗ αποτελούν δυστυχώς την κορυφή του παγόβουνου. Τα μεγάλα προβλήματα της απαξίωσης και του επικείμενου διαμελισμού της, η απώλεια των στόχων της και η μετάλλαξή της σε φοροεισπράκτορα της δημόσιας διοίκησης, σε κατασταλτικό μηχανισμό του κράτους και σπόνσορα της ΕΡΤ συνθέτουν τα μεγάλα προβλήματα στον τομέα της ενέργειας, που δυστυχώς όπως όλα τα άλλα βρίσκονται σε πλήρες αδιέξοδο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου