Στην ακύρωση των δύο αποφάσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περί κατάχρησης
δεσπόζουσας θέσης της ΔΕΗ στην εξόρυξη λιγνίτη, προχώρησε σήμερα ο
Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης δικαιώνοντας τη ΔΕΗ.
Όπως εξηγεί, μπορεί μεν να υπάρχει αδυναμία των υπόλοιπων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ηλεκτροπαραγωγή να έχουν πρόσβαση στο λιγνίτη, ωστόσο για αυτή την κατάσταση ευθύνεται όχι η ΔΕΗ αλλά η Ελληνική Δημοκρατία, που δεν προχώρησε στη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως.
O λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος παραγωγός λιγνίτη στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γερμανία.
Τα πρώτα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη σε δημόσια κοιτάσματα χορηγήθηκαν στη ΔΕΗ με νομοθετικό διάταγμα το 1959 και με τον μεταλλευτικό κώδικα του 1973. Τα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως δύνανται να χορηγηθούν από την Ελληνική Δημοκρατία κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών ή χωρίς υποβολή προσφορών αλλά μέσω συμβάσεως εγκρινόμενης με ειδικό νόμο του Κοινοβουλίου, ή ακόμη με απευθείας ανάθεση σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Το σύνολο των αποθεμάτων των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα εκτιμάται σε 3. 255 περίπου εκατομμύρια τόνους. Στη ΔΕΗ παραχωρήθηκαν δικαιώματα για 2 000 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων περίπου. Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούνται από ελληνικό λιγνίτη ανήκουν όλοι στο ΔΕΗ.
Το 2005 προβλέφθηκε η θέσπιση υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς για όλους τους πωλητές και τους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο ελληνικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει την ηπειρωτική Ελλάδα και ορισμένα ελληνικά νησιά. Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας εγχέουν και πωλούν σε ημερήσια βάση το προϊόν τους στην αγορά. Ειδικότερα, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς υποβάλλουν από την προηγούμενη ημέρα προσφορές (οι οποίες περιλαμβάνουν ενδεικτική τιμή και ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας), ενώ οι προμηθευτές και οι αυτοπρομηθευόμενοι πελάτες υποβάλλουν προβλέψεις φορτίου.
Το 2003, η Επιτροπή έλαβε από ιδιώτη καταγγελία και κίνησε τη διαδικασία κατά της Ελλάδα. Το 2008, εξέδωσε την απόφαση (C (2008) 824 για δύο χωριστές αγορές προϊόντων: της προμήθειας λιγνίτη και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας
διαπιστώνοντας ότι έχει δημιουργηθεί κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η Ελλάδα παρέχοντας στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να διατηρεί ή να ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, αποκλείει ή παρακωλύει κάθε νέα είσοδο στην αγορά. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι τα κρατικά μέτρα, καθόσον αποθαρρύνουν οποιονδήποτε δυνητικό ανταγωνιστή από το να επενδύσει στην παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
Το 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 τελικό, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφασή της του 2008. Η Ελλάδα θα πρέπει α) να χορηγήσει μέσω διαγωνισμών δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων λιγνίτη της Δράμας, Ελασσόνας, Βεύης και Βεγόρας σε άλλες επιχειρήσεις, β) να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον εξορυσσόμενο λιγνίτη στη ΔΕΗ εκτός αν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά, γ) να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχωρήσεως, σε περίπτωση ακυρώσεως της υπό εξέλιξη διαδικασίας παραχωρήσεως δικαιωμάτων επί του κοιτάσματος της Βεύης.
Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο δύο προσφυγές (T-169/08 και T-421/09) και ζήτησε την ακύρωση των δύο αποφάσεων της Επιτροπής.
Η Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη ΑΕ (HE & DSA) και η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ΑΕ, ανώνυμες εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παρεμβαίνουν υπέρ της Επιτροπής.
Η ΔΕΗ αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη οδηγεί στην επέκταση της δεσπόζουσας θέσεώς της από την αγορά του λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρά το ενδιαφέρον που εξεδήλωσαν οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας, εντούτοις, κανένας επιχειρηματίας δεν κατόρθωσε να επιτύχει την παραχώρηση από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως κοιτασμάτων λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 2 000 περίπου εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως.
Εντούτοις, για την αδυναμία των λοιπών επιχειρηματιών να αποκτήσουν πρόσβαση στα διαθέσιμα κοιτάσματα λιγνίτη δεν ευθύνεται η ΔΕΗ. Η μη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως λιγνίτη οφείλεται αποκλειστικά στη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο ρόλος της ΔΕΗ στην αγορά προμήθειας λιγνίτη περιορίστηκε στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των οποίων τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τής παραχωρήθηκαν, η δε Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα, όσον αφορά την πρόσβαση στον λιγνίτη, θέση της στην εν λόγω αγορά.
Από προηγούμενη νομολογία προκύπτει ότι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως που απολαύει ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος μπορεί είτε να απορρέει από τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού κατά τρόπο καταχρηστικό είτε να αποτελεί άμεση συνέπεια του εν λόγω δικαιώματος. Εντούτοις, δεν προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η οικεία επιχείρηση βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της, συνεπεία κάποιου κρατικού μέτρου, συνιστά αυτό καθεαυτό κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.
Κατά το ΓΔΕΕ η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αν η ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρηματιών και η συνακόλουθη νόθευση του ανταγωνισμού είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει και να αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην οποία το επίμαχο κρατικό μέτρο οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα.
Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο:
1) Ακυρώνει την απόφαση C(2008) 824 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) (υπόθεση Τ-169/08).
2) Ακυρώνει την απόφαση C(2009) 6244 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2009, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των δυσμενών για τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) (Τ-421/09). [3][3]
Όπως εξηγεί, μπορεί μεν να υπάρχει αδυναμία των υπόλοιπων επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην ηλεκτροπαραγωγή να έχουν πρόσβαση στο λιγνίτη, ωστόσο για αυτή την κατάσταση ευθύνεται όχι η ΔΕΗ αλλά η Ελληνική Δημοκρατία, που δεν προχώρησε στη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως.
O λιγνίτης είναι ορυκτό με κύριο στοιχείο τον άνθρακα που χρησιμοποιείται κυρίως για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Η Ελλάδα είναι ο πέμπτος παραγωγός λιγνίτη στον κόσμο και ο δεύτερος στην Ευρωπαϊκή Ένωση μετά τη Γερμανία.
Τα πρώτα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη σε δημόσια κοιτάσματα χορηγήθηκαν στη ΔΕΗ με νομοθετικό διάταγμα το 1959 και με τον μεταλλευτικό κώδικα του 1973. Τα δικαιώματα αναζητήσεως και εκμεταλλεύσεως δύνανται να χορηγηθούν από την Ελληνική Δημοκρατία κατόπιν διαδικασίας υποβολής προσφορών ή χωρίς υποβολή προσφορών αλλά μέσω συμβάσεως εγκρινόμενης με ειδικό νόμο του Κοινοβουλίου, ή ακόμη με απευθείας ανάθεση σε κατεπείγουσες περιπτώσεις και για λόγους δημόσιου συμφέροντος.
Το σύνολο των αποθεμάτων των εκμεταλλεύσιμων κοιτασμάτων λιγνίτη στην Ελλάδα εκτιμάται σε 3. 255 περίπου εκατομμύρια τόνους. Στη ΔΕΗ παραχωρήθηκαν δικαιώματα για 2 000 εκατομμύρια τόνους αποθεμάτων περίπου. Οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας που τροφοδοτούνται από ελληνικό λιγνίτη ανήκουν όλοι στο ΔΕΗ.
Το 2005 προβλέφθηκε η θέσπιση υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς για όλους τους πωλητές και τους αγοραστές ηλεκτρικής ενέργειας στο διασυνδεδεμένο ελληνικό σύστημα το οποίο περιλαμβάνει την ηπειρωτική Ελλάδα και ορισμένα ελληνικά νησιά. Στο πλαίσιο της υποχρεωτικής ημερήσιας αγοράς, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς ηλεκτρικής ενέργειας εγχέουν και πωλούν σε ημερήσια βάση το προϊόν τους στην αγορά. Ειδικότερα, οι παραγωγοί και οι εισαγωγείς υποβάλλουν από την προηγούμενη ημέρα προσφορές (οι οποίες περιλαμβάνουν ενδεικτική τιμή και ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας), ενώ οι προμηθευτές και οι αυτοπρομηθευόμενοι πελάτες υποβάλλουν προβλέψεις φορτίου.
Το 2003, η Επιτροπή έλαβε από ιδιώτη καταγγελία και κίνησε τη διαδικασία κατά της Ελλάδα. Το 2008, εξέδωσε την απόφαση (C (2008) 824 για δύο χωριστές αγορές προϊόντων: της προμήθειας λιγνίτη και της χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας
διαπιστώνοντας ότι έχει δημιουργηθεί κατάσταση ανισότητας ευκαιριών μεταξύ των επιχειρήσεων όσον αφορά την πρόσβαση στα πρωτογενή καύσιμα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας και ότι η Ελλάδα παρέχοντας στη ΔΕΗ τη δυνατότητα να διατηρεί ή να ενισχύει τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, αποκλείει ή παρακωλύει κάθε νέα είσοδο στην αγορά. Η Επιτροπή φρονεί επίσης ότι τα κρατικά μέτρα, καθόσον αποθαρρύνουν οποιονδήποτε δυνητικό ανταγωνιστή από το να επενδύσει στην παραγωγή και την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών.
Το 2009 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2009) 6244 τελικό, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφασή της του 2008. Η Ελλάδα θα πρέπει α) να χορηγήσει μέσω διαγωνισμών δικαιώματα εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων λιγνίτη της Δράμας, Ελασσόνας, Βεύης και Βεγόρας σε άλλες επιχειρήσεις, β) να απαγορεύσει στους κατόχους δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως επί των κοιτασμάτων της Δράμας, της Ελασσόνας και της Βεγόρας να πωλούν τον εξορυσσόμενο λιγνίτη στη ΔΕΗ εκτός αν δεν υπάρχει άλλη αξιόπιστη προσφορά, γ) να διοργανώσει νέα διαδικασία παραχωρήσεως, σε περίπτωση ακυρώσεως της υπό εξέλιξη διαδικασίας παραχωρήσεως δικαιωμάτων επί του κοιτάσματος της Βεύης.
Η ΔΕΗ, υποστηριζόμενη από την Ελληνική Δημοκρατία, κατέθεσε στο Γενικό Δικαστήριο δύο προσφυγές (T-169/08 και T-421/09) και ζήτησε την ακύρωση των δύο αποφάσεων της Επιτροπής.
Η Ελληνική Ενέργεια και Ανάπτυξη ΑΕ (HE & DSA) και η Ενεργειακή Θεσσαλονίκης ΑΕ, ανώνυμες εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα παρεμβαίνουν υπέρ της Επιτροπής.
Η ΔΕΗ αμφισβητεί το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η άσκηση των δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως του λιγνίτη οδηγεί στην επέκταση της δεσπόζουσας θέσεώς της από την αγορά του λιγνίτη στην αγορά χονδρικής προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
Το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι παρά το ενδιαφέρον που εξεδήλωσαν οι ανταγωνιστές της προσφεύγουσας, εντούτοις, κανένας επιχειρηματίας δεν κατόρθωσε να επιτύχει την παραχώρηση από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων εκμεταλλεύσεως κοιτασμάτων λιγνίτη, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα υπάρχουν 2 000 περίπου εκατομμύρια τόνοι λιγνίτη οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αποτελέσει αντικείμενο εκμεταλλεύσεως.
Εντούτοις, για την αδυναμία των λοιπών επιχειρηματιών να αποκτήσουν πρόσβαση στα διαθέσιμα κοιτάσματα λιγνίτη δεν ευθύνεται η ΔΕΗ. Η μη χορήγηση αδειών εκμεταλλεύσεως λιγνίτη οφείλεται αποκλειστικά στη βούληση της Ελληνικής Δημοκρατίας. Ο ρόλος της ΔΕΗ στην αγορά προμήθειας λιγνίτη περιορίστηκε στην εκμετάλλευση των κοιτασμάτων των οποίων τα δικαιώματα εκμεταλλεύσεως τής παραχωρήθηκαν, η δε Επιτροπή δεν υποστήριξε ότι η προσφεύγουσα εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικώς τη δεσπόζουσα, όσον αφορά την πρόσβαση στον λιγνίτη, θέση της στην εν λόγω αγορά.
Από προηγούμενη νομολογία προκύπτει ότι η κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της επιχειρήσεως που απολαύει ειδικού ή αποκλειστικού δικαιώματος μπορεί είτε να απορρέει από τη δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματος αυτού κατά τρόπο καταχρηστικό είτε να αποτελεί άμεση συνέπεια του εν λόγω δικαιώματος. Εντούτοις, δεν προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η οικεία επιχείρηση βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι των ανταγωνιστών της, συνεπεία κάποιου κρατικού μέτρου, συνιστά αυτό καθεαυτό κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.
Κατά το ΓΔΕΕ η Επιτροπή όφειλε να εξετάσει το ζήτημα αν η ανισότητα ευκαιριών μεταξύ των επιχειρηματιών και η συνακόλουθη νόθευση του ανταγωνισμού είναι αποτέλεσμα κρατικού μέτρου. Κατ’ ακολουθία, η Επιτροπή δεν μπορεί να υποστηρίξει ότι δεν ήταν υποχρεωμένη να προσδιορίσει και να αποδείξει την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως στην οποία το επίμαχο κρατικό μέτρο οδήγησε ή μπορούσε να οδηγήσει την προσφεύγουσα.
Για τους λόγους αυτούς, το Γενικό Δικαστήριο:
1) Ακυρώνει την απόφαση C(2008) 824 τελικό της Επιτροπής, της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) (υπόθεση Τ-169/08).
2) Ακυρώνει την απόφαση C(2009) 6244 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Αυγούστου 2009, για τον καθορισμό συγκεκριμένων μέτρων για τη διόρθωση των δυσμενών για τον ανταγωνισμό συνεπειών της παραβάσεως που διαπιστώθηκε στην απόφαση της Επιτροπής της 5ης Μαρτίου 2008, σχετικά με τη χορήγηση ή τη διατήρηση σε ισχύ από την Ελληνική Δημοκρατία δικαιωμάτων για την εξόρυξη λιγνίτη υπέρ της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (ΔΕΗ) (Τ-421/09). [3][3]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου