http://www.energypress.gr/
Η ΡΑΕ γνωμοδότησε κατά την συνεδρίασή της στις 25 Απριλίου
υπέρ της μείωσης κατά 16,9% των εύλογων δαπανών της ΔΕΗ στις ανταγωνιστικές δραστηριότητες της παραγωγής και της προμήθειας, από τα € 4.539 εκατ. ευρώ σε € 3.770 εκατ. ευρώ για φέτος, εν μέρει λόγω της αλλαγής στην τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών που παρατηρείται φέτος.
Παράλληλα, το μέγιστο επιτρεπόμενο έσοδο για τους πελάτες χαμηλής τάσης τοποθετείται από την Αρχή στα € 2.730 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της ΡΑΕ, στον επικαιροποιημένο προϋπολογισμό της ΔΕΗ υπάρχουν διαφορές στις εκτιμήσεις του ενεργειακού ισοζυγίου συγκριτικά με τις υποθέσεις του Δεκεμβρίου, με σημαντικότερη μεταβολή την αύξηση της υδροηλεκτρικής παραγωγής και της παραγωγής από ΑΠΕ (5,2 TWh και 6,7 TWh, αντίστοιχα), ενώ σημαντική μείωση επέρχεται στη λιγνιτική παραγωγή και στην παραγωγή με φυσικό αέριο της ΔΕΗ.
Παράλληλα, υπάρχει σενάριο με μείωση του ποσοστού – κινήτρου – του μηχανισμού κάλυψης μεταβλητού κόστους, από 10% σε 5% από τον Ιούλιο.
Επίσης, η ΡΑΕ παρατηρεί ότι το κόστος CO2 έχει μειωθεί στα ~ € 175 εκατ., από € 299 εκατ. που είχε αρχικά προϋπολογίσει η ΔΕΗ (ΡΑΕ: € 269 εκατ.), με υπόθεση ΔΕΗ για τη μέση τιμή CO2, για ολόκληρο το 2013, τα € 4,5 ανά τόνο. Όσον αφορά το κόστος εμπορίας, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση προέρχεται από τη σημαντική αύξηση των προβλέψεων κατά € 110 εκ (€ 338 εκατ., από € 228 εκατ. στον αρχικό προϋπολογισμό).
Επιπλέον, στον επικαιροποιημένο προϋπολογισμό, η ΔΕΗ αυξάνει κατά €8,5 εκατ. την αιτούμενη απόδοση της παραγωγής, ενώ η ΡΑΕ την είχε μειώσει σημαντικά (κατά περίπου € 270 εκατ.).
Η εκτίμηση των πωλήσεων έχει παραμείνει η ίδια, συνεπώς τα στοιχεία είναι στην ίδια βάση, όπως....
τονίζει η Αρχή. Δεδομένων των, εγκεκριμένων από το ΥΠΕΚΑ, προτάσεων της ΡΑΕ για την αναθεώρηση, απομείωση και σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών μηχανισμών, η ΡΑΕ θεωρεί εύλογο να υιοθετηθεί το σενάριο του 5% ΜΚΜΚ από την 1η Ιουλίου, το οποίο και οδηγεί σε μείωση του ΜΚΜΚ και αύξηση των ΑΔΙ τρίτων. Η ΡΑΕ παραμένει σταθερή στις απόψεις της ως προς τις μειώσεις δαπανών που είχε προτείνει στη Γνωμοδότηση 13/2012, δηλ. μειώσεις στα λειτουργικά έξοδα παραγωγής και προμήθειας, μειώσεις στο κόστος λιγνίτη, καθώς και μειώσεις στην απόδοση παραγωγής και εμπορίας.
Αντίστοιχα, θεωρεί εύλογη μια μέση τιμή CO2, για ολόκληρο το 2013, ίση με 3 ευρώ ανά τόνο, λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσφατες εξελίξεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η τιμή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την τιμή στα 7 ευρώ ανά τόνο που είχε θέσει αρχικά η ίδια η ΔΕΗ μετά την εμπειρία του 2012. Ακόμη, η μέση τιμή αγοράς από τον ΗΕΠ των € 61/MWh θεωρείται υψηλή από τη ΡΑΕ, δεδομένων των μέχρι σήμερα εξελίξεων στη χονδρεμπορική αγορά. Εκτιμάται ως μέση τιμή αγοράς από τον ΗΕΠ τα ~ € 53/MWh.
Επίσης, η ΡΑΕ τονίζει στη γνωμοδότησή της ότι δεν τεκμηριώνεται η προτεινόμενη από τη ΔΕΗ αύξηση κατά €110 εκατ. των προβλέψεων της εμπορίας. Η Αρχή παρατηρεί ότι η εφαρμογή της επικαιροποιημένης πρότασης της ΡΑΕ για το συνολικό επιτρεπόμενο έσοδο παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας οδηγεί σε σημαντικότατη μείωση των προς ανάκτηση δαπανών το 2013, κατά περίπου €498 εκατ., συγκριτικά με το ποσό που είχε θεωρηθεί ως εύλογο στην περσινή γνωμοδότηση. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα, αφ’ ενός τη μείωση κατά 16,9% του προτεινόμενου από τη ΔΕΗ επικαιροποιημένου μέσου προς ανάκτηση εσόδου για το 2013, αφ’ ετέρου την εξάλειψη της ανάγκης περαιτέρω αύξησης των ανταγωνιστικών χρεώσεων που προβλεπόταν βάσει των Υπουργικών Αποφάσεων του Ιανουαρίου 2013.
Τέλος, σημειώνεται ότι σε σχέση με τις εύλογες κατά τη ΡΑΕ δαπάνες της ΔΕΗ το 2013, δηλ. τα €3.770 εκατ., η ΡΑΕ θεωρεί ότι τα €2.730 εκατ. εξ αυτών αφορούν τους Πελάτες Χαμηλής Τάσης (στο διασυνδεδεμένο σύστημα). Κατ’ επέκταση, η ΡΑΕ γνωμοδοτεί ως εξής: Να χαρακτηριστούν ως εύλογες δαπάνες της ΔΕΗ για τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες της παραγωγής και της προμήθειας, στο διασυνδεδεμένο σύστημα, το έτος 2013, τα € 3.770 εκατ., έναντι των € 4.539 εκατ. που προτείνει η επιχείρηση, δηλ. μείωση € 769 εκ. ή 16,9%. Εξ αυτών των εύλογων δαπανών (€ 3.770 εκατ.), τα € 2.730 εκατ. αφορούν τους πελάτες Χαμηλής Τάσης του διασυνδεδεμένου συστήματος.
Η ΡΑΕ γνωμοδότησε κατά την συνεδρίασή της στις 25 Απριλίου
υπέρ της μείωσης κατά 16,9% των εύλογων δαπανών της ΔΕΗ στις ανταγωνιστικές δραστηριότητες της παραγωγής και της προμήθειας, από τα € 4.539 εκατ. ευρώ σε € 3.770 εκατ. ευρώ για φέτος, εν μέρει λόγω της αλλαγής στην τιμή των δικαιωμάτων εκπομπών που παρατηρείται φέτος.
Παράλληλα, το μέγιστο επιτρεπόμενο έσοδο για τους πελάτες χαμηλής τάσης τοποθετείται από την Αρχή στα € 2.730 εκατ. ευρώ. Σύμφωνα με το σκεπτικό της ΡΑΕ, στον επικαιροποιημένο προϋπολογισμό της ΔΕΗ υπάρχουν διαφορές στις εκτιμήσεις του ενεργειακού ισοζυγίου συγκριτικά με τις υποθέσεις του Δεκεμβρίου, με σημαντικότερη μεταβολή την αύξηση της υδροηλεκτρικής παραγωγής και της παραγωγής από ΑΠΕ (5,2 TWh και 6,7 TWh, αντίστοιχα), ενώ σημαντική μείωση επέρχεται στη λιγνιτική παραγωγή και στην παραγωγή με φυσικό αέριο της ΔΕΗ.
Παράλληλα, υπάρχει σενάριο με μείωση του ποσοστού – κινήτρου – του μηχανισμού κάλυψης μεταβλητού κόστους, από 10% σε 5% από τον Ιούλιο.
Επίσης, η ΡΑΕ παρατηρεί ότι το κόστος CO2 έχει μειωθεί στα ~ € 175 εκατ., από € 299 εκατ. που είχε αρχικά προϋπολογίσει η ΔΕΗ (ΡΑΕ: € 269 εκατ.), με υπόθεση ΔΕΗ για τη μέση τιμή CO2, για ολόκληρο το 2013, τα € 4,5 ανά τόνο. Όσον αφορά το κόστος εμπορίας, σημειώνεται ότι η μεγαλύτερη διαφοροποίηση προέρχεται από τη σημαντική αύξηση των προβλέψεων κατά € 110 εκ (€ 338 εκατ., από € 228 εκατ. στον αρχικό προϋπολογισμό).
Επιπλέον, στον επικαιροποιημένο προϋπολογισμό, η ΔΕΗ αυξάνει κατά €8,5 εκατ. την αιτούμενη απόδοση της παραγωγής, ενώ η ΡΑΕ την είχε μειώσει σημαντικά (κατά περίπου € 270 εκατ.).
Η εκτίμηση των πωλήσεων έχει παραμείνει η ίδια, συνεπώς τα στοιχεία είναι στην ίδια βάση, όπως....
τονίζει η Αρχή. Δεδομένων των, εγκεκριμένων από το ΥΠΕΚΑ, προτάσεων της ΡΑΕ για την αναθεώρηση, απομείωση και σταδιακή κατάργηση των μεταβατικών μηχανισμών, η ΡΑΕ θεωρεί εύλογο να υιοθετηθεί το σενάριο του 5% ΜΚΜΚ από την 1η Ιουλίου, το οποίο και οδηγεί σε μείωση του ΜΚΜΚ και αύξηση των ΑΔΙ τρίτων. Η ΡΑΕ παραμένει σταθερή στις απόψεις της ως προς τις μειώσεις δαπανών που είχε προτείνει στη Γνωμοδότηση 13/2012, δηλ. μειώσεις στα λειτουργικά έξοδα παραγωγής και προμήθειας, μειώσεις στο κόστος λιγνίτη, καθώς και μειώσεις στην απόδοση παραγωγής και εμπορίας.
Αντίστοιχα, θεωρεί εύλογη μια μέση τιμή CO2, για ολόκληρο το 2013, ίση με 3 ευρώ ανά τόνο, λαμβάνοντας υπόψη και τις πρόσφατες εξελίξεις σε Ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η τιμή αυτή έρχεται σε αντίθεση με την τιμή στα 7 ευρώ ανά τόνο που είχε θέσει αρχικά η ίδια η ΔΕΗ μετά την εμπειρία του 2012. Ακόμη, η μέση τιμή αγοράς από τον ΗΕΠ των € 61/MWh θεωρείται υψηλή από τη ΡΑΕ, δεδομένων των μέχρι σήμερα εξελίξεων στη χονδρεμπορική αγορά. Εκτιμάται ως μέση τιμή αγοράς από τον ΗΕΠ τα ~ € 53/MWh.
Επίσης, η ΡΑΕ τονίζει στη γνωμοδότησή της ότι δεν τεκμηριώνεται η προτεινόμενη από τη ΔΕΗ αύξηση κατά €110 εκατ. των προβλέψεων της εμπορίας. Η Αρχή παρατηρεί ότι η εφαρμογή της επικαιροποιημένης πρότασης της ΡΑΕ για το συνολικό επιτρεπόμενο έσοδο παραγωγής και εμπορίας ηλεκτρικής ενέργειας οδηγεί σε σημαντικότατη μείωση των προς ανάκτηση δαπανών το 2013, κατά περίπου €498 εκατ., συγκριτικά με το ποσό που είχε θεωρηθεί ως εύλογο στην περσινή γνωμοδότηση. Αυτό έχει ως άμεσο αποτέλεσμα, αφ’ ενός τη μείωση κατά 16,9% του προτεινόμενου από τη ΔΕΗ επικαιροποιημένου μέσου προς ανάκτηση εσόδου για το 2013, αφ’ ετέρου την εξάλειψη της ανάγκης περαιτέρω αύξησης των ανταγωνιστικών χρεώσεων που προβλεπόταν βάσει των Υπουργικών Αποφάσεων του Ιανουαρίου 2013.
Τέλος, σημειώνεται ότι σε σχέση με τις εύλογες κατά τη ΡΑΕ δαπάνες της ΔΕΗ το 2013, δηλ. τα €3.770 εκατ., η ΡΑΕ θεωρεί ότι τα €2.730 εκατ. εξ αυτών αφορούν τους Πελάτες Χαμηλής Τάσης (στο διασυνδεδεμένο σύστημα). Κατ’ επέκταση, η ΡΑΕ γνωμοδοτεί ως εξής: Να χαρακτηριστούν ως εύλογες δαπάνες της ΔΕΗ για τις ανταγωνιστικές δραστηριότητες της παραγωγής και της προμήθειας, στο διασυνδεδεμένο σύστημα, το έτος 2013, τα € 3.770 εκατ., έναντι των € 4.539 εκατ. που προτείνει η επιχείρηση, δηλ. μείωση € 769 εκ. ή 16,9%. Εξ αυτών των εύλογων δαπανών (€ 3.770 εκατ.), τα € 2.730 εκατ. αφορούν τους πελάτες Χαμηλής Τάσης του διασυνδεδεμένου συστήματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου