Μετά την απότομη πτώση στην πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας το 2010, η κοινωνία βρίσκεται μόνιμα σε σύγχυση. Το περιβάλλον της βαθιάς οικονομικής κρίσης σε συνδυασμό με τις βίαιες αλλαγές που προκάλεσε η εισβολή του Μνημονίου, λειτούργησαν σαν το λίπασμα σε ένα χωράφι σπαρμένο με μύθους, που καλλιεργούνταν συστηματικά εδώ και πολλά χρόνια, προκειμένου να αποσπάσουν την κοινωνική συναίνεση για μία σειρά αλλαγών προς όφελος των ιδιωτών και σε βάρος του Δημοσίου. Η ελληνική κοινωνία είχε ήδη έντονα κατακερματιστεί από τη δεκαετία του ’90, οπότε και αρχίζει η συστηματική αυτή προσπάθεια αναστροφής του οικονομικού μοντέλου της δεκαετίας του ’80.
Η θεμελιώδης σύγχυση αφορά τον ίδιο τον ορισμό των λέξεων που χρησιμοποιούνται, καθώς προέρχεται από την ταύτιση του Κράτους με το Δημόσιο και ακόμη χειρότερα την ταύτιση της εκάστοτε Κυβέρνησης με το Κράτος και κατά συνέπεια το σύνολο του Δημοσίου. Ο δημόσιος πλούτος, οι εταιρείες, τα δάση, τα ποτάμια, ο ορυκτός πλούτος, οι θάλασσες και οι λίμνες, δεν ανήκουν στο Κράτος με την έννοια του ιδιοκτήτη που μπορεί να ορίσει όπως νομίζει την κτήση του. Οι Κυβερνήσεις από την άλλη οφείλουν να διαχειρίζονται το δημόσιο αυτό πλούτο προς όφελος του νόμιμου ιδιοκτήτη του που δεν είναι άλλος από το σύνολο της κοινωνίας. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι μία Κυβέρνηση μπορεί να πουλήσει κατά βούληση οτιδήποτε από τα προαναφερθέντα, το ελάχιστο που είναι υποχρεωμένη να διασφαλίσει είναι το πολλαπλάσιο κέρδος για τους πολίτες της. Και μάλιστα με όρους ισότητας και ισονομίας.
Επειδή όμως το πρόσφατο παρελθόν βρίθει από περιπτώσεις σκανδαλωδών παραχωρήσεων δημόσιων υποδομών σε ιδιώτες και σε συνδυασμό με την βαρύτατη ύφεση που έχει στείλει τις εμπορικές αξίες στα τάρταρα, τίποτε από τα παραπάνω δεν μπορεί να θεωρούνται δεδομένα. Παρόλα αυτά, η κυρίαρχη άποψη που επιβάλλεται καθημερινά από την μέγιστη πλειονότητα των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, αντιστρέφει τη λογική και έχει καταφέρει να πείσει μία μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας ότι αν “ξεφορτωθεί” τη δημόσια περιουσία θα κερδίσει η εθνική οικονομία και κατ’ επέκταση ο ίδιος.
Σκοπός του μακροσκελούς αυτού άρθρου είναι η αποδόμηση των πέντε βασικών μύθων, μέσω τον οποίων χτίζεται όλα τα προηγούμενα χρόνια, και ειδικά τώρα κάτω από συνθήκες αφόρητης πίεσης, η κοινωνική συναίνεση για τις ιδιωτικοποιήσεις.
ΜΥΘΟΣ 1: Η τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης
Επειδή δεν είναι της παρούσης η ανάλυση του τι ήταν τα Σοβιέτ, που ελάχιστη σχέση έχουν με αυτό που υποδηλώνουν οι υπέρμαχοι των ιδιωτικοποιήσεων με την αγαπημένη τους ρήση “Η Ελλάδα είναι η τελευταία Σοβιετία της Ευρώπης”, πηγαίνουμε κατευθείαν σε αυτό που εννοούν και που βέβαια αποτελεί έναν τεράστιο μύθο. Εδώ και δύο-τρία χρόνια, προκειμένου να εκβιάσουν τη συναίνεση της κοινωνίας σε ένα πλιάτσικο δημόσιας περιουσίας που ήδη έχει ξεκινήσει, οι εκφραστές της κυρίαρχης άποψης επιδιώκουν να ερεθίσουν τα αντισταλινικά αντανακλαστικά μίας “δυτικής” κοινωνίας όπως η Ελληνική και παράλληλα να πείσουν ότι το Κράτος λειτουργεί ως ο ένας και βασικός επιχειρηματίας, κατέχοντας το μονοπώλιο σε όλες τις νευραλγικές παραγωγικές δραστηριότητες. Επιπρόσθετα, ότι εμποδίζει τους ιδιώτες να συμμετάσχουν στην παραγωγική διαδικασία, είτε αφήνοντάς τους μόνο το ρόλο του κομπάρσου, είτε εξαναγκάζοντάς τους να διαπλακούν με το Κράτος-Επιχειρηματία. Από τους 5 μύθους που αναλύουμε εδώ, είναι ο χονδροειδέστερος και ταυτόχρονα ο διασκεδαστικότερος.
Στην μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας συμβαίνει το εξής παράδοξο: Η Δεξιά κρατικοποίησε και η Κεντροαριστερά επαναϊδιωτικοποίησε. Εξηγούμαστε. Στις δύο μεγάλες περιόδους της θητείας του, ο ιστορικός ηγέτης της φιλελεύθερης παράταξης, Κωνσταντίνου Καραμανλή, ολοκληρώνονται ισάριθμες κρατικοποιήσεις στις βασικές υποδομές της ενέργειας και της ύδρευσης: το 1955 στη νεοϊδρυθείσα (πέντε χρόνια πριν) ΔΕΗ περνούν οι 400 και πλέον ιδιωτικές εταιρείες παραγωγής και διάθεσης ρεύματος και το 1974 παραχωρούνται τα δικαιώματα της ULEN στην Εθνική Τράπεζα και στη συνέχεια, το 1980, ιδρύεται η ΕΥΔΑΠ. Πιο πριν, το 1949, ιδρύεται ο ΟΤΕ και ενοποιεί τα επόμενα χρόνια όλες τις υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών κάτω από το κρατικό μονοπώλιο. Γενικά, η ανοικοδόμηση της Ελλάδας μετά τον Β’ ΠΠ και τον Εμφύλιο, περνά μέσα από τη δημιουργία δέσμης κρατικών επιχειρήσεων σε όλες τις βασικές υποδομές. Δεν είναι υπερβολή ο ισχυρισμός ότι η ανόρθωση της χώρας μετά τη δεκαετία του ’50, βασίστηκε σε εκείνες τις ΔΕΚΟ.
Ένα δεύτερο κύμα κρατικοποιήσεων γίνεται από τον Ανδρέα Παπανδρέου κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’80, μόνο που σε εκείνη την περίπτωση δεν έχει να κάνει σε τίποτε με την κοινή ωφέλεια, παρά με τη συγκέντρωση δεκάδων παραπαιουσών ιδιωτικών επιχειρήσεων, τις γνωστές και ως “προβληματικές”. Η επιλογή αυτή δημιούργησε μεγαλύτερα προβλήματα στην οικονομία από όσα έλυσε, καθώς οι τονωτικές ενέσεις δεν τις εξυγίαναν με αποτέλεσμα να αποδειχτούν εξίσου ζημιογόνες για το κράτος.
Η μεγάλη στροφή στις ιδιωτικοποιήσεις γίνεται από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 κι έκτοτε η κεντρική πολιτική παραχώρησης κρατικών εταιρειών και δημόσιας περιουσίας, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, δεν σταμάτησαν ποτέ. Μπορεί ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης να απέτυχε στο πρώτο μεγάλο πείραμα μαζικών ιδιωτικοποιήσεων που επιχείρησε την τριετία 1990-1993, αλλά ο Ανδρέας Παπανδρέου, παρόλο που επιστρέφει στην εξουσία με το σύνθημα της “προστασίας από το ξεπούλημα”, συνεχίζει από εκεί που αφήνει τα πράγματα ο Κ. Μητσοτάκης. Ο “εγκέφαλος” πίσω από το νέο οικονομικό πρόγραμμα φιλελευθεροποίησης υπήρξε ο υπ.οικονομικών της κυβέρνησης Παπανδρέου, Αλέκος Παπαδόπουλος, και ο κυριότερος εκπρόσωπος του κύματος μετοχοποιήσεων ο σοσιαλδημοκράτης ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, Κώστας Σημίτης. Έκτοτε η Ελλάδα μετοχοποιεί, ιδιωτικοποιεί και εισάγει ιδιώτες στη διαχείριση των κρατικών μονοπωλίων, ασταμάτητα εδώ και μία εικοσαετία.
«Ιδιωτικοποίηση, αποκρατικοποίηση, μετοχοποίηση, πώληση, εκποίηση, αξιοποίηση: Η πλούσια ελληνική γλώσσα έχει μια λέξη για κάθε (προπαγανδιστική) περίσταση. Και το (κάποτε πλούσιο) ελληνικό κράτος χίλιους τρόπους για να γίνει πιο φτωχό.
(…)
Στην εικοσαετία 1987 – 2006 η Ελλάδα αποδείχθηκε, αναλογικά με το μέγεθος της εγχώριας αγοράς, πρωταθλήτρια στις αποκρατικοποιήσεις τραπεζών. Το ελληνικό Δημόσιο μόνο από τις αποκρατικοποιήσεις τραπεζών εισέπραξε 4,5 δις ευρώ (2,5% του ΑΕΠ)»
(…)
Στην εικοσαετία 1987 – 2006 η Ελλάδα αποδείχθηκε, αναλογικά με το μέγεθος της εγχώριας αγοράς, πρωταθλήτρια στις αποκρατικοποιήσεις τραπεζών. Το ελληνικό Δημόσιο μόνο από τις αποκρατικοποιήσεις τραπεζών εισέπραξε 4,5 δις ευρώ (2,5% του ΑΕΠ)»
Το παραπάνω απόσπασμα δεν προέρχεται από το λόγο κάποιου βουλευτή του ΚΚΕ, ούτε από ανάλυση δημοσιογράφου της Αυγής. Είναι τα λόγια της δημοσιογράφου και βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Σοφίας Βούλτεψη.
Η εκπρόσωπος του κόμματος των ιδιωτικοποιήσεων περιγράφει αναλυτικά τις βασικότερες περιπτώσεις μετοχοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων των δύο περασμένων δεκαετιών:
1994: Με νόμο επιτρέπεται μετοχοποίηση του ΟΤΕ σε ποσοστό 25%.
1998: Πώληση Τράπεζας Κρήτης και Τράπεζας Μακεδονίας-Θράκης. Μετοχοποίηση Εθνικής Τράπεζας
1999: Με νόμο επιτρέπεται πώληση έως και 49% του ΟΤΕ μαζί με τον μάνατζμεντ. Μετοχοποίηση ΔΕΠ, ΔΕΠΑ, ΕΥΑΘ. Πώληση Ιονικής Τράπεζας
2001: Μετοχοποίηση του 62% του ΟΤΕ. Μετοχοποίηση ΟΠΑΠ, ΟΛΘ
2002: Νέα μετοχοποίηση ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΟΠΑΠ. Πώληση ΕΤΒΑ
2003: Νέα μετοχοποίηση ΟΤΕ, ΟΠΑΠ. Πώληση πακέτων ΕΛΠΕ, ΕΤΕ, Ελληνικού Χρηματιστηρίου. Δημόσια εγγραφή ΟΛΠ
2004: Νέα πώληση πακέτου ΕΛΠΕ
2006: Πώληση Εμπορικής Τράπεζας
2007: Πώληση πακέτου του ΟΤΕ. Μετοχοποίηση ΤΤ
2008: Πώληση πακέτου ΟΤΕ και παραχώρηση μάνατζμεντ στην DT. Πώληση προβλήτα 1 λιμένος Πειραιώς στην COSCO. Συμφωνία μαμούθ με ΟΛΠ.
2009: Πώληση Ολυμπιακής και νέου πακέτου του ΟΤΕ
2010: Παρολίγον πτώχευση, υπογραφή μνημονίου με ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ και επίσημη έναρξη της επιχείρησης “μαζικές ιδιωτικοποιήσεις της… ελληνικής Σοβιετίας”.
Η αρχή της “αποσοβιετοποίησης” έγινε με την είσοδο των ΔΕΚΟ στο χρηματιστήριο στη δεκαετία του ’90. Τότε άλλαξε ο θεμελιώδης χαρακτήρας της Δημόσιας Επιχείρησης, καθώς απέμεινε το επιχειρηματικό το κυρίαρχο χαρακτηριστικό τους. Η διοίκηση δεν έπρεπε να λογοδοτεί στην κοινωνία, αλλά στους μετόχους και βέβαια στους πολιτικούς της προϊσταμένους. Η επιχείρηση δεν κρινόταν με βάση την παροχή υπηρεσιών στο σύνολο των πολιτών, αλλά με το κέρδος (ή τις ζημιές) στο τέλος του έτους. Τα κόστη των υπηρεσιών, η ποιότητα και η έκτασή τους συνδέθηκαν με οικονομοτεχνικές παραμέτρους.
Από εκεί και πέρα τα πράγματα έγιναν πολύ πιο εύκολα για την πλήρη αποδέσμευση του Κράτους. Αρκούσε ένας νόμος που να παραχωρεί μέσω του χρηματιστηρίου το μάνατζμεντ των επιχειρήσεων. Στη συνέχεια η παραχώρηση πέραν του 50% σε ιδιώτες. Και τέλος η πλήρης αποχώρηση του Κράτους από τη μετοχική σύνθεση των ΔΕΚΟ, κάτι που ψηφίστηκε πριν λίγες ημέρες στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Πολλές φορές, σε αυτή τη διαδικασία εμπλέκεται ένας ή περισσότεροι ιδιώτες, οι οποίοι αποτελούν τον ενδιάμεσο για την μετάβαση της κατοχής ενός κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικά χέρια. Με αυτόν τον τρόπο αφενός μεν δεν υφίσταται το επικοινωνιακό σοκ μίας ταχείας ιδιωτικοποίησης και αφετέρου αποφεύγονται οι κακοτοπιές των ευρωπαϊκών μηχανισμών ελέγχου του ανταγωνισμού. Κατεξοχήν “μεσίτης” δημόσιας περιουσίας, με το αζημίωτο πάντα, υπήρξε ο Ανδρέας Βγενόπουλος, στον οποίο όμως θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο.
Μία ακόμη μέθοδο έμμεσης ιδιωτικοποίησης που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του ’90 και άκμασε την πρώτη δεκαετία του 2000 υπήρξαν τα λεγόμενα ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου & Ιδιωτικού Τομέα). Δηλαδή τα, κατ’ όνομα, συνχρηματοδοτούμενα έργα υποδομών μεταξύ κράτους και ιδιωτών. Με αυτή τη διαδικασία κατασκευάστηκε η γέφυρα Ρίου-Αντιρίου, το αεροδρόμιο “Ελ. Βενιζέλος”, η Αττική Οδός και στη συνέχεια οι περισσότερες νέες Εθνικές Οδοί. Να σημειωθεί ότι πρόσφατα αποφασίστηκε και η παραχώρηση της μοναδικής Εθνικής Οδού που παρέμενε αμιγώς στα χέρια του Κράτους: η Εγνατία Οδός. Στα ΣΔΙΤ θα αναφερθούμε αναλυτικότερα σε επόμενο άρθρο, όπου αναλύονται οι ως τώρα επιβλαβείς για την κοινωνία παραχωρήσεις δημόσιων υποδομών στα χέρια ιδιωτών. Αρκεί σε αυτό το σημείο να πούμε ότι ενώ θεωρητικά το μοντέλο προβλέπει τρεις χρηματοδότες των έργων (το κράτος, τις τράπεζες και τον ιδιώτη), πρακτικά μόνο το Κράτος επιβαρύνεται με τα έξοδα του έργου και ο ιδιώτης μπαίνει με ελάχιστο αρχικό κεφάλαιο (της τάξης συνήθως του 10%), εισπράττει ακόμη και πριν ολοκληρωθεί το έργο, εξασφαλίζει δια νόμου το κέρδος του και τέλος επιβαρύνει με τις όποιες επισφάλειες το δημόσιο, του οποίου την εγγύηση διαθέτει το σύνολο των δανείων που του παρέχονται για την κατασκευή του έργου.
Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η Ελλάδα είναι το τελευταίο Σοβιετικό Κράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης μόνο ως ανέκδοτο θα έπρεπε να εκλαμβάνεται και -όπως θα δούμε στη συνέχεια με τους επόμενους μύθους- ως κακό ανέκδοτο.
ΜΥΘΟΣ 2: Το υπέρογκο Δημόσιο
Ένας δεύτερος μύθος έχει να κάνει με το πόσο ογκώδες είναι το Δημόσιο και πόσο δαπανηρές οι παροχές του Κράτους. Το Κράτος, στο οποίο πράγματι οφείλεται τεράστιο μερίδιο της ευθύνης για την οικονομική κατάσταση της χώρας, υποτίθεται ότι κινδύνεψε να πτωχεύσει λόγω των δαπανών για δημόσιες παροχές προς τους πολίτες του και βέβαια λόγω της στρατιάς των Δ.Υ. που συντηρούσε. Και στις δύο αυτές παραμέτρους, η άποψη των υπέρμαχων των μαζικών ιδιωτικοποιήσεων στηρίζεται σε κοινές δοξασίες που δημιουργήθηκαν μέσω της ανακύκλωσης εκφράσεων του συρμού και της εκτόξευσης εντυπωσιακών αριθμών που μικρή σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Το εν λόγω μύθο ισχυροποιεί και μία ακόμη σύγχυση μεταξύ ποιότητας, ποσότητας και κόστους παρεχόμενων υπηρεσιών, όπου η πραγματικότητα είναι ότι οι παροχές του ελληνικού Κράτους είναι πανάκριβες σε σχέση με την ποιότητα αλλά και την ποσότητά τους.
Στην πραγματικότητα η Ελλάδα σε λιγοστές παραμέτρους υπερβαίνει τους μέσους όρους της ευρωπαϊκής οικογένειας κρατών στην οποία ανήκει. Ενώ υπάρχουν κρίσιμοι τομείς των δημοσίων δαπανών, στις οποίες οι χώρα μας εμφανίζεται πολύ κάτω από το μέσο όρο ακόμη και του συνόλου των χωρών του ΟΟΣΑ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και πολλές χώρες που δεν θα λέγαμε ότι διαθέτουν το λεγόμενο “ευρωπαϊκό κεκτημένο”, δηλαδή ένα σχετικά ισχυρό κράτος πρόνοιας.
Ξεκινώντας από τις δημόσιες δαπάνες, βλέπουμε ότι στο σύνολό τους όχι μόνο παρέμειναν σταθερές ως ποσοστό του ΑΕΠ για τις δύο δεκαετίες του ’90 και του 2000, αλλά ουδέποτε κινήθηκαν πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Αυτό το 45% θεωρείται ένα τυπικό ποσοστό για χώρα της Ευρώπης, τη στιγμή που ο διακυρηγμένος στόχος του μνημονίου είναι ο περιορισμός των δημοσίων δαπανών στο 30-35%. .
Αν περιοριστούμε στις κοινωνικές δαπάνες, τότε παρατηρούμε ότι στην περίοδο για την οποία η Ελλάδα κατηγορείται ότι εκτόξευσε τις σπατάλες της (σ.σ. τα στοιχεία αφορούν τις χώρες του ΟΟΣΑ το 2005) η Ελλάδα βρίσκεται στο μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, πίσω από την Πορτογαλία, την Σλοβενία και την Πολωνία.
Αν, τέλος, επικεντρωθούμε στο νευραλγικό τομέα της δημόσιας υγείας, όπου τους τελευταίους μήνες παίζεται ένα πολύ μεγάλο παιχνίδι εντυπώσεων, ενώ περικόπτονται ραγδαία οι υπηρεσίες υγείας και κάποιες άλλες παύουν να χορηγούνται δωρεάν, τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Η Ελλάδα βρίσκεται αρκετά χαμηλά στη λίστα του ΟΟΣΑ (στοιχεία 2007).
Ένα συχνό επιχείρημα για την επιβολή του συγκεκριμένου μύθου στη συνείδηση των πολιτών είναι εκείνο που θέλει τις θέσεις των μόνιμων δημοσίων υπαλλήλων στην πενταετία διακυβέρνησης της ΝΔ (2004-2009) να αυξάνονται κατά πολύ. Η αλήθεια είναι ότι η αύξηση στο σύνολο του προσωπικού του ευρύτερου δημόσιου (προσοχή: όχι μόνο μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι) παρουσιάζει κάποια πολύ διακριτά χαρακτηριστικά που δεν μεταφράζονται “τυφλά” σε διόγκωση του. Διαβάζοντας τον πίνακα από μελέτη των Υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών που αφορά ειδικότερα την περίοδο 2006-2011, παρατηρούμε ότι η θεαματικότερη αύξηση έως το 2009 (116%) αφορά τα Stage. Δηλαδή τα ακραία χαμηλά μισθολόγια (€300/μήνα) και τις πιο ανασφαλείς θέσεις εργασίας. Δευτερευόντως η μετάπτωση από τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε προγράμματα μαθητείας (Stage) αποδεικνύει ότι δεν αυξανόταν η σιγουριά του δημοσίου, αλλά μόνο η εργασιακή ανασφάλεια στο σύνολο του πληθυσμού ακόμη και πριν την οικονομική κρίση. Στο τακτικό προσωπικό, αυξάνονται ραγδαία οι θέσεις στους ΟΤΑ. Και σε αυτήν την περίπτωση “ευδοκιμούν” οι συμβάσεις έργου και δεν είναι κατά κύριο λόγο το προσωπικό μόνιμο. Αν και πρέπει να συμφωνήσουμε ότι η αύξηση κατά είκοσι ποσοστιαίες μονάδες σημαίνει και εξάπλωση του πολιτικού εργαλείου του διορισμού και στα χαμηλότερα επίπεδα της κρατικής διοίκησης. Ίσως όμως το πιο εντυπωσιακό εύρημα είναι ότι το κράτος διογκώνεται ακόμη και μετά την επιβολή του Μνημονίου μόνο στους τομείς των σωμάτων ασφαλείας και του στρατού, για το μέγεθος των οποίων ελάχιστοι από εκείνους που κατακρίνουν το δημόσιο εκδηλώνουν ενστάσεις. Σε κάθε περίπτωση, η συνολική αύξηση των θέσεων εργασίας στο ευρύτερο δημόσιο δεν ξεπέρασε το 3,9% στην τετραετία. Η περίφημη τερατώδης αύξηση των Δ.Υ. αποτελεί έναν ακόμη μύθο, ενώ και το συνηθισμένο τηλεοπτικού τύπου επιχείρημα ότι δεν περιορίζονται οι Δ.Υ. ακόμη και μετά το Μνημόνιο αποδεικνύεται φούσκα, αφού βλέπουμε ότι ήδη στη διετία 2010-11 το προσωπικού στο ευρύτερο δημόσιο συρρικνώνεται κατά 80.000.
Και φτάνουμε στην ακόμη μεγαλύτερη παραπληροφόρηση που υποστήκαμε τα τελευταία χρόνια, σχετικά με το συνολικό αριθμό των Δ.Υ. Δανειζόμενοι στοιχεία από αντίστοιχη έρευνα του “Ιού”, φαίνεται ότι ο ΕΒΕΑ έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάδοση των σεναρίων περί 1,1 έως και 1,4 εκατομμυρίων Δ.Υ. Με μία υποτιθέμενη μελέτη που, όπως αποδεικνύεται, περισσότερο επρόκειτο για μαντεψιά, ο ΕΒΕΑ τροφοδοτούσε τα ΜΜΕ με εξωφρενικούς αριθμούς που ελάχιστη σχέση είχαν με την πραγματικότητα. Έφτασαν στο σημείο μάλιστα να συνυπολογίζουν όλους τους κληρωτούς του Ελληνικού Στρατού στους Δ.Υ! Ακόμη κι όταν η περίφημη απογραφή ήρθε να επιβεβαιώσει πρακτικά τους αριθμούς που αναγράφονται κάθε χρόνο στον προϋπολογισμό και να διαψεύσει πανηγυρικά τα “εκατομμύρια Δ.Υ”, τα περισσότερα ΜΜΕ δεν πτοήθηκαν. Ο αριθμός συμπληρωνόταν είτε από μία υπόθεση για το πόσοι εργάζονται στις ΔΕΚΟ, είτε ακόμη γενικότερα με όσους «μισθοδοτούνται ή όχι(!) από τον κρατικό προϋπολογισμό» (Το Βήμα, 1/8/10).
Στο ίδιο άρθρο του “Ιού” γκρεμίζεται και ο μύθος του μονίμως διογκούμενου δημόσιου τομέα από τη δεκαετία του ’80. Τα στοιχεία από μία επιστημονική έρευνα που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της «Εκθεσης Ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής» και υπογράφεται από τέσσερις ερευνητές του Αυστριακού Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών και των Πανεπιστημίων του Στρασβούργου και του Μαγδεμβούργου (The size and performance of public sector activities in Europe). Στον πίνακα που καταγράφει το ποσοστό των δημοσίων υπαλλήλων επί του συνόλου των εργαζομένων κάθε χώρας, η Ελλάδα καταλαμβάνει τη 14η θέση επί συνόλου 17 ευρωπαϊκών κρατών, με επίδοση 11,4%. Βρίσκεται δηλαδή πολύ κάτω από την πρώτη στην κατάταξη Σουηδία (30%) ή τη Δανία (29%), τις χώρες που υποτίθεται ότι αποτελούσαν το προεκλογικό πρότυπο του σημερινού πρωθυπουργού. Αλλά η Ελλάδα υπολείπεται πολύ και από τη Γαλλία (21,2%) και τη Μεγάλη Βρετανία (17,8%), παρά τις έντονες περικοπές της τελευταίας. Η χώρα μας ξεπερνά –και μάλιστα ελάχιστα- μόνο την Ιρλανδία (11,0%), την Ολλανδία (10,7%) και τη Γερμανία (10,2%). Όπως παρατηρεί η μελέτη, η θέση της Ελλάδας στην κατάταξη αυτή παραμένει τις τελευταίες δεκαετίες σταθερή».
Ακόμη όμως κι αν αθροιστούν μαζί με τους Δ.Υ., οι υπάλληλοι των ΔΕΚΟ και όλων των εταιρειών του δημοσίου και των ΟΤΑ (ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ), ώστε να ξεπεραστεί το πολυπόθητο 1 εκατ., υπάρχουν και πάλι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ που περιλαμβάνουν όλα τα παραπάνω, για το σημαδιακό έτος 2008. Και εδώ φαίνεται ότι η “σοβιετική” Ελλάδα βρισκόταν στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών και, παρεμπιπτόντως, πολύ πίσω από την πρώην Σοβιετική και νυν Καπιταλιστική Ρωσία.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι σύμφωνα με την πιο πρόσφατη απογραφή του 2012 ο συνολικός αριθμός των Δ.Υ. κατέβηκε στους 623.500. Με μία απλή αφαίρεση από τον αριθμό του 2009 (824.657), αμέσως δηλαδή πριν εφαρμοστεί ο κανόνας 1:5, τα προγράμματα εθελουσίας και πριν σημειωθεί η έξοδος χιλιάδων με μειωμένη σύνταξη υπό το φόβο των περικοπών, προκύπτει ότι έχουν μειωθεί οι Δ.Υ. κάτι παραπάνω από 200.000. Όσοι λοιπόν επιμένουν ότι δεν μειώθηκε η απασχόληση στο Δημόσιο, ας συγκρίνουν αυτό το νούμερο με τη δήλωση του τότε υπουργού εσωτερικών Γιάννη Ραγκούση: «στο τέλος της τετραετίας θα έχουν φύγει 200.000 υπάλληλοι». Σημειώστε ότι, αν η κυβέρνηση Παπανδρέου δεν είχε πέσει πρόωρα, θα έκλεινε την τετραετία στο τέλος του 2013.
Εκεί που υπάρχει δόση αλήθειας αφορά την αύξηση του μέσου μικτού μισθού, καθώς -σύμφωνα με την ίδια έρευνα του Υπ.Εσ.- στην τετραετία 2006-2009 ήταν της τάξης του 20% (σ.σ. στην ίδια περίοδο η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 11%). Επειδή όμως οι μέσοι όροι δεν λένε πάντα την αλήθεια, θα δούμε στη συνέχεια ποια είναι η πραγματική κατανομή του μισθολογικού κόστους στο “τεράστιο δημόσιο”.
ΜΥΘΟΣ 3: Οι συντεχνίες των δημοσίων υπαλλήλων
ΜΥΘΟΣ 3: Οι συντεχνίες των δημοσίων υπαλλήλων
Είναι πολύ χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίον αναπτύσσεται κατά κύριο λόγο η αφήγηση της κυρίαρχης άποψης. Από τη μία οι εργαζόμενοι ομαδοποιούνται σε επιμέρους αντίθετα στρατόπεδα (ιδιωτικοί υπάλληλοι εναντίον δημοσίων, μισθωτοί εναντίον ελεύθερων επαγγελματιών, φαρμακοποιοί εναντίον συμβολαιογράφων κ.λπ.) και στη συνέχεια διαδίδεται μία αρνητική γενίκευση για το σύνολο της κάθε κατηγορίας. Έτσι, όλοι οι οδηγοί ταξί είναι κλέφτες, όλοι οι γιατροί φοροφυγάδες, όλοι οι δικηγόροι προνομιούχοι, αλλά πάνω από όλα, κάθε μία ομάδα ξεχωριστά αποτελεί οργανωμένη συντεχνία με ισχυρά συμφέροντα που οδήγησε το ελληνικό κράτος στην πτώχευση. Κυρίαρχη συντεχνία από το σύνολο των ομάδων εργαζομένων οι Δημόσιοι Υπάλληλοι, οι οποίοι -σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη- είναι όλοι κομματικά τοποθετημένοι, όλοι τεμπέληδες, όλοι πληρώνονται υπερβολικά και όλοι είναι πρακτικά άχρηστοι.
Το ισχυρότερο προπαγανδιστικό όπλο εναντίον των Δ.Υ. και ειδικά των εργαζόμενων στις ΔΕΚΟ αποτέλεσε ο μισθός τους. Και ειδικότερα το συνολικό μισθολογικό κόστος (σ.σ. αθροιστικά δηλαδή καθαρός μισθός, κρατήσεις, ειδικά επιδόματα, υπερωριακή εργασία, εκτός έδρας) διαιρεμένο με τον αριθμό των υπαλλήλων κάθε φορέα. Έτσι διαδίδονταν αρχικά κάποια αστρονομικά νούμερα της τάξης των 50.000 και 60.000 ευρώ ετησίως. Ένα δείγμα των μισθολογικών κατηγοριών σε 15 ΔΕΚΟ βάζει τα πράγματα στη θέση τους. Στις αρχές του 2010 και πριν ακόμη εφαρμοστούν οι διαδοχικές περικοπές λόγω Μνημονίου, όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα, η μεγάλη πλειονότητα των “προνομιούχων” των ΔΕΚΟ είχε μικτές ετήσιες αποδοχές από 20.000 έως 40.000 ευρώ. Δηλαδή από 1.400 έως 2.850 ευρώ μικτά μηνιαίως και κατά συνέπεια από 900 έως 1.900 ευρώ καθαρά (στην τσέπη). Ακόμη και με αυτήν την πολύ ευρεία κατηγοριοποίηση φαίνεται ότι οι αποδοχές κάθε άλλο παρά υπερβολικές ήταν για τους περισσότερους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ. Εκείνο όμως που καταρχήν αποδίδει αυτός ο πίνακας είναι η έντονη μισθολογική ανισότητα μεταξύ των εργαζομένων του Δημοσίου, αλλά και δίνει μία ιδέα για τον αριθμό των πραγματικά προνομιούχων.
Ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο για τις μισθολογικές ανισότητες προκύπτει από τη “Μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο” των Υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικών, του Φεβρουαρίου του 2011. Οι μέσες αποδοχές εργαζομένων μεταξύ φορέων του Κράτους, εμφάνιζαν διαφορά έως και 50%, και μεταφράζονταν σε καθαρές μέσες αποδοχές μεταξύ 1.000 και 2.000 ευρώ.
Φανταστείτε τώρα, αν παρατηρούνταν τόσο έντονες ανισότητες στα μισθολόγια του Δημόσιου Τομέα, τι θα συμβεί στους εργαζόμενους των εταιρειών αυτών -σε όσους δηλαδή δεν απολυθούν- εφόσον ολοκληρωθούν οι ιδιωτικοποιήσεις. Ειδικά τώρα που, μετά την ψήφιση του τρίτου Μνημονίου, οριστικά νομοθετείται η συμπίεση των μισθών στο όριο των 580 ευρώ, ενώ παράλληλα δεν θα υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη για τις σχέσεις εργασίας και τις αποδοχές των μεγαλοστελεχών σε αυτούς τους ιδιωτικούς μονοπωλιακούς κολοσσούς που θα δημιουργηθούν.
Η αλήθεια είναι ότι το κράτος εκβίαζε εμμέσως τους υπαλλήλους του, παρά το αντίθετο. Εξηγούμαστε. Στον πίνακα που ακολουθεί, η κατανομή του μισθολογίου στο Δημόσιο Τομέα (στοιχεία 2010) κρύβει ένα μυστικό. Αυτό ακούει στο όνομα “βασικός μισθός”. Αποτελούσε μέχρι πρότινος το μοναδικό ποσόν για το οποίο μπορούσε ο μισθωτός Δ.Υ. να νιώθει μία σχετική ασφάλεια. Η κεντρική επιλογή των κυβερνήσεων να προσφέρουν διάφορα επιδόματα (ύψους 29% της συνολικής δαπάνης) αντί πραγματικών αυξήσεων, άφηνε πάντα το περιθώριο στο κράτος να “κουρέψει” μονομερώς τις δαπάνες του χωρίς σημαντικές επιπλοκές. Απλώς κόβοντας επιδόματα. Κάτι που ούτως ή άλλως έκανε ήδη από την πρώτη φάση περικοπών στο δημόσιο.
Σε ό,τι αφορά τέλος τη διαδικασία προσλήψεων της μεγάλης μάζας των Δημοσίων Υπαλλήλων, εδώ και μία δεκαπενταετία γίνεται με τη διαδικασία του ΑΣΕΠ. Ένα πράγματι διαφανές (για μία μεγάλη μάζα προσλαμβανομένων) συμβούλιο, του οποίου η δραστηριότητα επεκτείνεται και στους συμβασιούχους υπαλλήλους του δημοσίου. Το ΑΣΕΠ έχει επιβλέψει τις προσλήψεις περίπου 300.000 μόνιμων, τακτικών και εποχικών υπαλλήλων του ευρύτερου δημοσίου τομέα, ενώ ελέγχει τις διαδικασίες μετάβασης 75.000 συμβασιούχων από σχέσεις ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αν και δεν έχουμε καμία ψευδαίσθηση σχετικά με το κατά πόσο υφίσταται κομματοκρατία, άρα και σχέσεις διαπλοκής που ισχυροποιούν συντεχνιακές νοοτροπίες σε κάποιους υπαλλήλους του δημοσίου και ειδικά τα συνδικαλιστές που αποτελούν ταυτόχρονα κομματικά στελέχη, η αλήθεια είναι ότι στην πλειονότητά τους έχουν προσληφθεί με τυπικές διαδικασίες αδιανόητες για τον ιδιωτικό τομέα. Ποιοι μένουν απ’ έξω; Όπως είδαμε παραπάνω κάποιοι από τους έκτακτους και -μέχρι πρόσφατα- οι “σταζιέρ” των 300 ευρώ, με τους τελευταίους να είναι φαιδρό να χαρακτηριστούν οτιδήποτε άλλο πέρα από ανασφαλείς και σχεδόν ζητιάνοι μίας οικτρά υποαμοιβόμενης θέσης εργασίας. Το μοναδικό ισχυρό και αυστηρά συντεχνιακό δημοσιοϋπαλληλικό κομμάτι είναι εκείνο που τοποθετήθηκε σε διοικητικές θέσεις από την εκάστοτε κυβέρνηση και το προσωπικό ειδικών φορέων που είτε βρίσκονται πολύ κοντά στην πολιτική εξουσία (π.χ. υπάλληλοι της βουλής), είτε σε χώρο όπου παραδοσιακά υπάρχουν έντονες πολιτικές επιρροές (π.χ. καθηγητές πανεπιστημίων). Αυτοί όμως θα είναι και οι τελευταίοι που θα επηρεαστούν από οποιοδήποτε πρόγραμμα αναδιάρθρωσης και περικοπών στο δημόσιο τομέα. Για τη δε περιβόητη μονιμότητα, αυτή αφορά το στενό πυρήνα των υπαλλήλων του δημοσίου, που δεν ξεπερνούν τις 400.000, αν και για την περίπτωσή τους ακόμη βρέθηκε ήδη η νομική φόρμουλα να απολυθούν αν χρειαστεί. Πολύ απλά διαλύοντας τον φορέα όπου υπάγονται.
Και με τα παραπάνω ερχόμαστε στο επόμενο μύθο…
ΜΥΘΟΣ 4: O υγιής ανταγωνισμός της Αγοράς
Ένα από τα πιο συνηθισμένα επιχειρήματα υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων έχει να κάνει με την τυφλή πίστη στον αυτοματισμό του ανταγωνισμού στην ελεύθερη οικονομία. Είναι ασύμφορη για τον καταναλωτή η δεσπόζουσα θέση του κράτους που διαθέτει στην εκάστοτε αγορά, οπότε το μαγικό χέρι του ελεύθερου ανταγωνισμού θα λειτουργήσει προς όφελός του, μετά την παραχώρηση των εταιρειών του Δημοσίου στους ιδιώτες. Ποιος θα ελέγξει τη λειτουργία του ανταγωνισμού; Μα το κράτος. Εκείνο το κράτος που, όπως είδαμε παραπάνω, εξασφαλίζει προνομιακές σχέσεις σε συγκεκριμένους ιδιώτες προμηθευτές και κατασκευαστές και περιορίζει στρατηγικά κάποιες από τις δημόσιες επιχειρήσεις που διαχειρίζεται προκειμένου να αναπτυχθούν -πάλι προνομιακά- συγκεκριμένα ιδιωτικά συμφέροντα. Ακόμη κι εκεί που δεν διαθέτει μονοπώλια, το κράτος αυτό αρνείται να ελέγξει αποτελεσματικά τη λειτουργία της αγοράς. Είτε το κάνει κατόπιν αφόρητης πίεσης και πάντα προσχηματικά. Έτσι λοιπόν, στη θέση των κρατικών μονοπωλίων, που σκοπό έχουν κανονικά την εξυπηρέτηση όλης της κοινωνίας χωρίς διακρίσεις, αναπτύσσονται ιδιωτικά μονοπώλια και ολιγοπώλια που σκοπό βέβαια έχουν εξ αντικειμένου, να εξασφαλίσουν την αύξηση κερδών του ιδιώτη. Τα παραδείγματα είναι πολλά, και μάλιστα σε στρατηγικούς τομείς της οικονομίας:
Καύσιμα: Θεωρητικά στην αγορά καυσίμων, λόγω των πολυάριθμων εταιρειών διάθεσής τους και των χιλιάδων ιδιωτών πρατηριούχων, θα έπρεπε να λειτουργεί ευεργετικά ο ανταγωνισμός. Ωστόσο αυτό συμβαίνει σε κάποιο βαθμό μόνο στις μεγάλες πόλεις. Οι τιμές στο Εθνικό Δίκτυο είναι σταθερά υψηλότερες από ό,τι στις πόλεις και με ελάχιστες διακυμάνσεις από πρατήριο σε πρατήριο. Παρόμοια εικόνα εμφανίζεται και στα νησιά κυρίως στη θερινή περίοδο. Τα ιδιότυπα αυτά καρτέλ λειτουργούν σχεδόν ανενόχλητα εδώ και χρόνια. Κι όμως, αυτή είναι η κορυφή του παγόβουνου. Η αγορά καυσίμων είναι θεωρητικά απελευθερωμένη από το Μάρτιο του 1992 (σ.σ. παρεμπιπτόντως, με την απελευθέρωσή της, σημειώθηκε άμεσα αύξηση της τιμής της βενζίνης, που κορυφώθηκε και με τα έκτακτα φορολογικά μέτρα το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς). Ωστόσο η αγορά των καυσίμων καθορίζεται αποφασιστικά από το καθεστώς ιδιωτικού ολιγοπωλίου των διυλιστηρίων. Τα δύο μεγαλύτερα διυλιστήρια της Ελλάδας, ΜΟΤΟΡ ΟΪΛ ΕΛΛΑΣ – ΔΙΥΛΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΡΙΝΘΟΥ και ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ελέγχονται από τους κ.κ. Βαρδινογιάννη και Λάτση αντίστοιχα. Οι δύο εταιρείες κατέχουν όλη την ικανότητα διύλισης στη χώρα και ελέγχουν το 70% της χονδρικής αγοράς και το 60% των πρατηρίων βενζίνης. Το δημόσιο συμμετέχει μόνο στην ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ, τη μεγαλύτερη από τις δύο εταιρείες, με τον εφοπλιστή Σπύρο Λάτση να κατέχει το 41,9% και το Κράτος το 35,5%. Την ανυπαρξία ανταγωνισμού και τον κεντρικό καθορισμό της τιμής των καυσίμων στα διυλιστήρια, την καταγγέλλουν κυρίως οι Έλληνες πρατηριούχοι. Ωστόσο, ακόμη και το ΔΝΤ σε μία πρόσφατη έκθεσή του, που δημοσίευσε η Wall Street Journal, όχι μόνο το επισημαίνει αλλά αναφέρεται στους υπεύθυνους του ιδιωτικού ολιγοπωλίου καυσίμων με ονόματα.
Γαλακτοβιομηχανίες: Σε ένα περιβάλλον πολύ έντονου ανταγωνισμού, αλλά και πληθώρας εταιρειών, το 2006 η Γενική Διεύθυνση της Επιτροπής Ανταγωνισμού, κατηγορεί 17 εταιρείες για πρακτικές καρτέλ. Σε ένα από τα λίγα επιτυχημένα εξαγωγικά προϊόντα της χώρας, όπου και δραστηριοποιούνται πολυάριθμες ιδιωτικές εταιρείες, όχι μία, ούτε δύο, αλλά δεκαεπτά κατάφεραν να έρθουν σε συνεννόηση και να χειραγωγήσουν τις τιμές. Είναι γνωστό άλλωστε τα ίδια τα προϊόντα κάποιων από αυτές, στα ράφια της Γερμανίας πωλούνταν σε τιμή χαμηλότερη, έως και 30%, από ό,τι στην Ελλάδα. Το παράδειγμα αυτό βέβαια έχει δύο αναγνώσεις. Από τη μία φανερώνει ότι η πληθώρα ομοειδών ιδιωτικών εταιρειών δεν διασφαλίζει ούτε τον ανταγωνισμό, ούτε το όφελος του καταναλωτή. Από την άλλη, ότι το κράτος στην περίπτωση αυτή κατάφερε να ανιχνεύσει και να ελέγξει τις πρακτικές καρτέλ, άρα μπορεί -περιοριζόμενο σε ελεγκτικό ρόλο- να κάνει τον ανταγωνισμό να δουλέψει προς όφελος της κοινωνίας. Η δεύτερη αυτή ανάγνωση θα ήταν ακριβής εάν το κράτος είχε πετύχει να πατάξει δεκάδες άλλα διαπιστωμένα καρτέλ, ή έστω εισπράξει τα πρόστιμα που επέβαλε στις γαλακτοβιομηχανίες. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι το ίδιο κράτος που αποκαλούμε “αποτυχημένο” ως διαχειριστή της δημόσιων επιχειρήσεων, ουδέποτε έγινε “επιτυχημένο” στον έλεγχο των ιδιωτικών επιχειρήσεων.
Αερομεταφορές: Πριν λίγες ημέρες η Aegean, που είναι πλέον ο μεγαλύτερος αερομεταφορέας στην Ελλάδα, επιχείρησε την τρίτη προσπάθεια επικυριαρχίας στις αερομεταφορές επαναφέροντας μία νέα πρόταση απόκτησης της Olympic Air, αυτήν τη φορά με εξαγορά μέσω χρηματιστηρίου. Η προηγούμενη προσπάθειά της προσέκρουσε στην Επιτροπή Παρακολούθησης Ευρωπαϊκού Ανταγωνισμού που δεν ενέκρινε την πρόταση συγχώνευσης, αλλά διατήρησης των δύο σχημάτων με την Olympic Air σε ρόλο θυγατρικής της Aegean. Η άλλοτε κυρίαρχος -αλλά και βαριά ελλειμματική για διάφορους λόγους που δεν είναι της παρούσης- Ολυμπιακή, μετά από πολλές προσπάθειες εξυγίανσης από τις οποίες βγήκαν ωφελημένοι μόνο κάποιοι ιδιώτες μάνατζερ που αναλάμβαναν το έργο της εξυγίανσης, κατέληξε τελικά το 2009 στον όμιλο MIG και τον κ. Βγενόπουλο. Λίγο η παρατεταμένη κρίση στις αερομεταφορές, λίγο η εγχώρια αλλά και διεθνής ύφεση, οδήγησαν τόσο την Olympic Air σε “σκιά” του παλαιού της εαυτού, όσο όμως και τις δύο (Olympic Air και Aegean) στα ελλείμματα. Η επαναλαμβανόμενες προσπάθειες της Aegean να αποκτήσει την Olympic Air παρουσιάζονται ως κρίσιμες για την επιβίωση των ελληνικών αερομεταφορέων σε ένα διεθνές περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού. Αυτό που δεν τονίζεται ωστόσο είναι ότι στις εσωτερικές πτήσεις καταλαμβάνουν μαζί το 89% των γραμμών. Έτσι, αν καταφέρει και ξεπεράσει τον ευρωπαϊκό σκόπελο η νέα πρόταση για συγχώνευση, θα προκύψει ένα μονοπωλιακό ιδιωτικό σχήμα που θα κυριαρχεί στις (επιδοτούμενες από το κράτος) πτήσεις εσωτερικού.
Τηλεπικοινωνίες: Εδώ θα δούμε ένα διαφορετικού τύπου ιδιωτικό μονοπώλιο. Πίσω από κάθε κρατικό μονοπώλιο κρύβεται συνήθως ένα ιδιωτικό. Αυτό υπό τη μορφή του κύριου προμηθευτή του δημοσίου, ή του βασικού εργολάβου. Στην Ελλάδα της Siemens, της Intracom και του Άκτορα, δεν χρειαζεται να ψάξει κανείς πολύ για να διαπιστώσει αυτήν την πραγματικότητα. Ο ΟΤΕ, απόλυτα εξαρτημένος από τα συμφέροντα Κόκκαλη έως και τις αρχές της δεκαετίας του 2000, διαμόρφωνε το τοπίο των τηλεπικοινωνιών με βάση τα προϊόντα της Intracom. Ενώ ο υπόλοιπος κόσμος υιοθετούσε τις ευρυζωνικές συνδέσεις (ADSL), ο ελληνικός οργανισμός τηλεπικοινωνιών επέμενε στην παρωχημένη τεχνολογία dial-up, ISDN. Ο γράφων έχει υποστεί -εν έτει 2002- το “κήρυγμα” από τον διευθυντικό στέλεχος του ΟΤΕ για το πόσο «αποτυχημένο(!) θα είναι το ADSL». Όπως φάνηκε εκ των υστέρων, ο ΟΤΕ δεν επρόκειτο να “ανακαλύψει” το ADSL πριν προωθηθούν στην αγορά όλα τα ISDN modem της Intracom.
Μία ακόμη σοβαρότατη παράμετρος αλλοίωσης του ανταγωνισμού, είναι εκείνη των εθνικών δικτύων και υποδομών. Για το τι θα συμβεί αν αυτά φύγουν από τα χέρια του κράτους και καταλήξουν σε μία χούφτα ιδιώτες είναι φανερή η δεσπόζουσα θέση που θα αποκτήσουν στην αγορά. Ακόμη όμως κι όταν η δημόσια υπηρεσία κατέχει την βασική υποδομή και ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται ιδιώτες, εκμεταλλευόμενοι την υποδομή αυτή, τότε η πρώτη προτεραιότητα δεν είναι η εξάπλωση και η συμπίεση του κόστους της υπηρεσίας για την κοινωνία, αλλά η εξασφάλιση του κέρδους (των “όρων ανταγωνισμού” όπως κάποιοι το αποκαλούν) των ιδιωτών. Ένα πολύ πρόσφατο παράδειγμα, το βαρύτατο πρόστιμο της ΕΕΤΤ (100.000 ευρώ/ημέρα) στον ΟΤΕ, κατόπιν καταγγελίας των ιδιωτικών εταιρειών Forthnet, HOL και Wind, επειδή κάποια φθηνά πακέτα του εκμηδένιζαν το περιθώριο κέρδους των ιδιωτών που εκμεταλλεύονταν την υπάρχουσα υποδομή σε χονδρική τιμή. Αν και προφανώς το παράδειγμα έχει και ανάποδη ανάγνωση, δηλαδή ότι μία δημόσια εταιρεία διαχειρίζεται μονοπωλιακά την υποδομή της καθορίζοντας το κόστος της υπηρεσίας κατά βούληση, η ουσία είναι ότι μία θεμελιώδης παροχή, όπως οι τηλεπικοινωνίες, υπόκειται καταρχήν σε στενούς οικονομοτεχνικούς κανόνες κέρδους και όχι εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου. Εν προκειμένω μάλιστα, καθώς ο ΟΤΕ διέθετε τότε μικτή μορφή (σ.σ. η DT είχε ήδη αποκτήσει το μάνατζμεντ) φανερώνονται και οι κίνδυνοι χειραγώγησης της αγοράς μέσω της απόκτησης βασικών εθνικών υποδομών από μία ιδιωτική εταιρεία.
Ας είμαστε ρεαλιστές. Ακόμη κι αν εκείνο το Κράτος που θεωρείται παγίως ανίκανο για οτιδήποτε ξαφνικά κατάφερνε να ελέγξει αποτελεσματικά την αγορά και να πατάξει τα καρτέλ στη γέννησή τους, η οικονομία της Ελλάδας είναι πολύ μικρή για να λειτουργήσει οποιαδήποτε μορφή ιδιωτικού ανταγωνισμού στους τομείς των βασικών υποδομών. Στην καλύτερη περίπτωση το Δημόσιο θα επιφορτιστεί με το κόστος των υποδομών και των δικτύων, προσφέροντάς το έναντι ευτελούς “ενοικίου” σε πέντε-έξι ιδιωτικές εταιρίες, στις οποίες παράλληλα θα εξασφαλίζει με κάθε τρόπο ένα ποσοστό κέρδους. Στη χειρότερη, οι υποδομές και τα δίκτυα θα περάσουν απευθείας σε μία χούφτα ιδιώτες και το κρατικό μονοπώλιο θα μετατραπεί σε μία νύχτα ιδιωτικό. Ακόμη και η ελάχιστη κοινωνική ωφέλεια που παρέχεται κακήν-κακώς από τις ΔΕΚΟ, θα αντικατασταθεί από την διασφάλιση της κερδοφορίας και μάλιστα με εξασφαλισμένο πελατολόγιο, ειδικά στις κρίσιμες παροχές όπως η ενέργεια, οι τηλεπικοινωνίες και το νερό.
ΜΥΘΟΣ 5: Το Δημόσιο κερδίζει από τις ιδιωτικοποιήσεις
Σε αυτό το σημείο το μύθευμα του κέρδους για το Δημόσιο από τις ιδιωτικοποιήσεις και γενικότερα τον περιορισμό του ρόλου του ως “επιχειρηματία” καταρρίπτεται τόσο από τη γενική εικόνα της οικονομίας, όσο και από τις ειδικές περιπτώσεις μετοχοποιήσεων και αποκρατικοποιήσεων. Σε αυτές τις τελευταίες, επειδή είναι αρκετές και κάθε μία απαιτεί μία σχετική ανάπτυξη, θα αναφερθούμε σε επόμενο άρθρο. Ωστόσο αξίζει να αναφερθούν εδώ κάποιες έστω και επιγραμματικά.
Ξεκινώντας από τη γενική εικόνα, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Ελλάδα έχει ξεκινήσει έναν μεγάλο κύκλο μετοχοποιήσεων, μεταφοράς του μάνατζμεντ δημόσιων επιχειρήσεων σε ιδιώτες, καθώς και πλήρους ιδιωτικοποίησής τους, από τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Λογικά, τα έσοδα του κράτους θα έπρεπε να αυξάνονται, τα ελλείμματα να μειώνονται και κατά συνέπεια το εξωτερικό χρέος να περιορίζεται. Κι όμως το χρέος δεν σταμάτησε σχεδόν καθόλου να διογκώνεται στην εικοσαετία που η ελληνική οικονομία εκσυγχρονιζόταν με όρους φιλελεύθερης οικονομίας. Ειδικά την περίοδο διακυβέρνησης Καραμανλή, οπότε και ολοκληρώνεται σημαντικός αριθμός ιδιωτικοποιήσεων (σ.σ. κάθε μία από τις οποίες με οσμή σκανδάλου). Βέβαια αυτή είναι μία απλοϊκή προσέγγιση, που όμως από μόνη της θα έφτανε να αποδομήσει την εξίσου απλοϊκή άποψη ότι «το χρέος θα συρρικνωθεί αν ιδιωτικοποιήσουμε τις δημόσιες επιχειρήσεις». Αξίζει ωστόσο της προσοχής ένας από τους κύριους λόγους διόγκωσης του εξωτερικού χρέους που δεν είναι άλλος από την εκτόξευση του εμπορικού ελλείμματος, δηλαδή της διαφοράς εισαγωγών-εξαγωγών. Η διόγκωση αυτή αντικατοπτρίζει την σταδιακή αλλαγή των ιδιωτικών επιχειρήσεων, της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους. Επιπλέον την αποβιομηχάνιση της χώρας και ταυτόχρονα την μετάβαση σε ενα αμιγώς μεταπρατικό μοντέλο ιδιωτικής οικονομίας. Με λίγα λόγια, εκεί που κάποτε υπήρχαν εργοστάσια, τη θέση τους πήραν καταστήματα και εισαγωγείς προϊόντων.
Στις ειδικές περιπτώσεις από την άλλη, αρκεί μόνο η αναφορά σε ένα δείγμα της πληθώρας μεταβιβάσεων από το δημόσιο στους ιδιώτες, εταιρειών, υποδομών και ορυκτού πλούτου, με λεόντειες συμβάσεις (υπέρ ιδιώτη πάντα).
Η Ολυμπιακή παραδόθηκε το 2009 στην MIG, για το ευτελές ποσόν των 174 εκατομμυρίων, με το Δημόσιο να επιφορτίζεται με βαρύτατες υποχρεώσεις, αναλαμβάνοντας να πληρώσει συνολικά σε 5.500 εργαζόμενους (αποζημιώσεις, επιδόματα, ασφαλιστικά ταμεία κ.λπ.) ούτε λίγο ούτε πολύ 1,3 δισ. ευρώ. Το Κράτος έκρινε ότι οι Έλληνες του εσωτερικού αλλά και του εξωτερικού δεν έχουν ανάγκη ενός εθνικού αερομεταφορέα. Η Ολυμπιακή, αφού πέρασε σε ιδιωτικά χέρια, πρώτα έκοψε γραμμές εξωτερικού, στη συνέχεια ξεφορτώθηκε πανάκριβα αεροσκάφη -στο ένα έκτο της αποτίμησής τους- περιοριζόμενη σε ρόλο εσωτερικού αερομεταφορέα και τέλος οδηγείται στα χέρια του έτερου ιδιώτη ενός ιδιότυπου ολιγοπωλίου στις αερομεταφορές. Το πρώην κρατικό μονοπώλιο συρρικνώθηκε και -όπως όλα δείχνουν- θα συγκεντρωθεί στα χέρια μίας εταιρείας και πάλι, της Aegean, ιδιωτικής αυτή τη φορά.
«Το πλεονέκτημα από την πώληση των κρατικών περιουσιακών στοιχείων που θα μπορούσε να ενισχύσει τα ταμεία στην Ελλάδα, από τα 180 εκατομμύρια δολάρια το 2009 έφτασαν να συγκεντρώσουν μόλις 40 εκατομμύρια δολάρια, τρία χρόνια και δύο διεθνείς διασώσεις αργότερα.
Η πιο πρόσφατη πτώση στην τιμή οφείλεται στο γεγονός ότι ο αγοραστής θα έπρεπε να δαπανήσει μέχρι και 20 εκατομμύρια δολάρια για επισκευές προκειμένου να κάνουν τα αεροπλάνα κατάλληλα ώστε να μπορούν να κάνουν υπερατλαντικές πτήσεις χωρίς επιβάτες (η οποία είναι φθηνότερη από την πλήρη αποκατάσταση).
Σε αυτές τις τιμές θα μπορούσε να ήταν ακόμα καλύτερο να τα διαλύσει για ανταλλακτικά στην Αθήνα: τουλάχιστον θα είχε δώσει ένα κομμάτι της εργασίας στους άνεργους Έλληνες».
Η πιο πρόσφατη πτώση στην τιμή οφείλεται στο γεγονός ότι ο αγοραστής θα έπρεπε να δαπανήσει μέχρι και 20 εκατομμύρια δολάρια για επισκευές προκειμένου να κάνουν τα αεροπλάνα κατάλληλα ώστε να μπορούν να κάνουν υπερατλαντικές πτήσεις χωρίς επιβάτες (η οποία είναι φθηνότερη από την πλήρη αποκατάσταση).
Σε αυτές τις τιμές θα μπορούσε να ήταν ακόμα καλύτερο να τα διαλύσει για ανταλλακτικά στην Αθήνα: τουλάχιστον θα είχε δώσει ένα κομμάτι της εργασίας στους άνεργους Έλληνες».
Στη Χαλκιδική, μεταλλεία με διαπιστωμένες ποσότητες χρυσού της τάξης των 20 δισ. ευρώ, παραχωρήθηκαν προς 11 εκατ. ευρώ. Ο όμιλος Άκτωρ που υπήρξε ενδιάμεσος κάτοχος των μεταλλείων, πριν αυτά καταλήξουν στην European Gold (κατά 95%), κέρδισε από τη μεταβίβαση 174 εκατ. ευρώ απλώς δημιουργώντας μία εταιρεία αρχικού κεφαλαίου 60.000 ευρώ (Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων).
Πριν ένα μήνα περίπου η Αγροτική Τράπεζα όπου διατηρούνται υποθήκες εκατομμυρίων στρεμάτων αγροτικής γης έσπασε στα δύο, με το Κράτος να αναλαμβάνει το ζημιογόνο κομμάτι των μη εξυπηρετούμενων δανείων, και την Τράπεζα Πειραιώς να αποκτά με αντίτιμο 95 εκατ. το υγιές ενεργητικό της τράπεζας. Μία ανάλογη μέθοδος σχεδιάζεται και για την ιδιωτικοποίηση του ισχυρού Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Έχει προηγηθεί το “κούρεμα” των ομολόγων με τις δύο δημόσιες τράπεζες να μην μπαίνουν σε πρόγραμμα ανακεφαλαίωσης όπως οι ιδιώτες ανταγωνιστές τους, πολλοί εκ των οποίων έχουν καταντήσει τραπεζικά κουφάρια. Η εξαγορά παρουσιάστηκε από την Κυβέρνηση ως κρίσιμης σημασίας για το τραπεζικό σύστημα και την ελληνική οικονομία, καθώς και την διασφάλιση των θέσεων των εργαζομένων της. Η αλήθεια είναι βέβαια, όπως μας ενημερώνει το Βήμα στις 15/7/2012 «…η Αγροτική βρίσκεται στη λίστα με τις προαπαιτούμενες δράσεις (prior actions) που έχουν συμφωνηθεί με την τρόικα για τη χρηματοδότηση της χώρας».
Μετά και την πρόσφατη ψήφιση νόμου ο οποίος καταργεί το ποσοστό του Δημοσίου στις ΔΕΚΟ, σε συνδυασμό με την ιλιγγιώδη λίστα προγραμματιζόμενων ιδιωτικοποιήσεων μέσω ΤΑΙΠΕΔ, τα σενάρια για τις μελλοντικές αποκρατικοποιήσεις είναι ακόμη χειρότερα σε ό,τι αφορά τις ζημιές για το Κράτος, το Δημόσιο και βέβαια την κοινωνία.
«Μία από τις εταιρείες που περιλαμβάνονται στο φετινό πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων είναι και η ΕΥΔΑΠ, για την οποία σχεδιάζεται η πώληση ποσοστού 27,3% και η ανάθεση του μάνατζμεντ της εταιρείας σε στρατηγικό επενδυτή.
Αν σκεφθούμε ότι η σημερινή κεφαλαιοποίηση της ΕΥΔΑΠ βρίσκεται στα επίπεδα των 337 εκατ. ευρώ, ενώ η πραγματική αξία της εταιρείας εκτιμάται από 1,5 δισ. μέχρι 2 δισ. ευρώ με βάση την αποτίμηση των παγίων, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τι θα συμβεί εάν γίνουν μεταβιβάσεις μετοχών μέσω του Χ.Α., ακόμη και αν δοθεί από τον ενδιαφερόμενο επενδυτή ένα υψηλό premium».
Αν σκεφθούμε ότι η σημερινή κεφαλαιοποίηση της ΕΥΔΑΠ βρίσκεται στα επίπεδα των 337 εκατ. ευρώ, ενώ η πραγματική αξία της εταιρείας εκτιμάται από 1,5 δισ. μέχρι 2 δισ. ευρώ με βάση την αποτίμηση των παγίων, μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τι θα συμβεί εάν γίνουν μεταβιβάσεις μετοχών μέσω του Χ.Α., ακόμη και αν δοθεί από τον ενδιαφερόμενο επενδυτή ένα υψηλό premium».
Τι θα συμβεί όμως αν κάποιος κάτοχος πρώην ΔΕΚΟ στρατηγικού χαρακτήρα ανακαλύψει ότι η επένδυσή του γίνεται ασύμφορη; Αν παρά την αύξηση των τιμολογίων το κέρδος είναι μηδαμινό; Αν ο “επενδυτής” πτωχεύσει; Η διεθνής και εγχώρια εμπειρία αποδεικνύει ότι το κράτος θα πρέπει άμεσα να επιφορτιστεί το κόστος. Μπροστά στο ενδεχόμενο να βρεθούν μεγάλα κομμάτια του πληθυσμού χωρίς ρεύμα ή νερό για παράδειγμα, το κράτος θα είναι αναγκασμένο να φορτωθεί και πάλι την επιχείρηση με τα χρέη και τα προβλήματά της.
Αλλά περισσότερα και αναλυτικότερα για τον Μύθο υπ’ αριθμόν 5 θα διαβάσετε σε επόμενο άρθρο που αφορά την τύχη κάποιων από τις μέχρι τώρα ιδιωτικοποιήσεις.
Π.Π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου