Μπούσιος Αιμίλιος
Πρώην Β. Γεν/κός Δ/ντής ΔΕΗ
Μέλος Δ.Σ. ΙΕΝΕ
H είδηση για την απόφαση
της γερμανικής
αυτοκινητοβιομηχανίας BMW να μεταφέρει το ενεργοβόρο
εργοστάσιο παραγωγής ελαφριών ανθρακονημάτων από τη Γερμανία στις ΗΠΑ, χαρακτηρίστηκε από τουςFinancial Times «σοκαριστική για τηΓερμανία αλλά και την Ευρώπη, όπως την ονειρεύεται η Μέρκελ» και αυτό διότι αιτία της μεταφοράς ήταν η διαφορά στο κόστος της ενέργειας.
Στο ίδιο δημοσίευμα αναφερόταν ότι, «οι
τιμές του φυσικού αερίου στις ΗΠΑ ήταν πέρυσι 4 φορές χαμηλότερες των
ευρωπαϊκών και η ηλεκτρική ενέργεια σχεδόν 50% φθηνότερη» και ότι, «το
58% των βιομηχάνων, που συμμετείχαν σε έρευνα της εταιρείας συμβούλων
Accenture, προέβλεψαν μείωση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής
βιομηχανίας έναντι των ΗΠΑ, της Κίνας και της Ρωσίας, εξαιτίας διαφορών
στο ενεργειακό κόστος». Η πιθανότητα το υψηλό κόστος της ενέργειας να προκαλέσει τάσεις αποβιομηχάνισης στην Ευρώπη, υποχρέωσε τους ηγέτες των
χωρών της Ε.Ε. στη Σύνοδο κορυφής του Μαΐου, να επικεντρώσουν την
προσοχή τους σε θέματα κόστους ενέργειας και ενεργειακής εξάρτησης. Η
κύρια διαπίστωση της Συνόδου (δια στόματος Merkel) ήταν: «η ασφαλής προμήθεια ενέργειας και οικονομικά προσιτής, είναι καίριας σημασίας για την Ευρώπη!».
Αλλά και οι έλληνες βιομήχανοι δηλώνουν τελευταία διπλά ανήσυχοι για την ανταγωνιστικότητά τους. Μετά από μια μακρά περίοδο ευφορίας και γοητείας που ασκούσε η προοπτική ανάπτυξης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, η βαθμιαία εξασθένηση των συναισθηματικής τάξεως κραυγών του τύπου, «όχι άλλο κάρβουνο» και το θάμπωμα του οράματος για μια Ελλάδα«πρωτοπόρο στην πράσινη ανάπτυξη”, είναι μάλλον απόρροια του σχετικού προβληματισμού που αναπτύσσεται τελευταία στην Ευρώπη.
Μ’
έναν τρόπο εντελώς φυσιολογικό, σαν να μην προηγήθηκε η δαιμονοποίηση
των συμβατικών μονάδων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, γίνεται και πάλι
λόγος για αξιοποίηση λιγνιτικών κοιτασμάτων και για ανταγωνιστικές τιμές
ηλεκτρικής ενέργειας.
Σαν
να μην καταγγέλθηκε ποτέ η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη, που απέτρεψε
επενδύσεις για την αποδοτικότερη αξιοποίησή του και τελικά -όπως
προκύπτει εκ του αποτελέσματος-έβλαψε ακριβώς αυτό που επεδίωκε να
προστατέψει: το περιβάλλον.
Οι
αγνές προθέσεις όσων πραγματικά ανησυχούν για τις περιβαλλοντικές
επιπτώσεις είναι απόλυτα σεβαστές. Δεν πρέπει ...όμως να αγνοείται, πως η ευαισθησία τους αξιοποιήθηκε -και συνεχίζει να αξιοποιείται- από συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Αλλά σε κάθε περίπτωση η ζημιά έγινε. Η έλλειψη ρεαλιστικών προσεγγίσεων συνετέλεσε στις σημερινές ανισορροπίες της αγοράς, στις αβεβαιότητες για το μέλλον και σε ένα -ορατό πλέον- ενεργειακό αδιέξοδο, με χαρακτηριστικό σύμπτωμα το ζημιογόνο ατόπημα της αλόγιστης ανάπτυξης των φωτοβολταϊκών.
Ασφαλώς, όλα αυτά δεν θα συνέβαιναν αν η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας δεν κυριαρχούνταν από τη λογική του «όσα έρθουν και όσα πάνε», που διευκολύνει την εξυπηρέτηση των εκάστοτε πελατειακών συμφερόντων.
Tο
έλλειμμα μιας συγκροτημένης και αξιόπιστης ενεργειακής πολιτικής
επόμενο ήταν να προκαλέσει την παρέμβαση των πιστωτών της Ελλάδας,
προκειμένου να καθορίσουν αυτοί τις βασικές της επιλογές. Έτσι, σε μια
πρόσφατη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σκιαγραφούνται οι βασικοί
άξονές της, οι οποίοι συνάδουν με την επικρατούσα στην Ε.Ε.
νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη και κατατείνουν στην ασφαλέστερη
δυνατή εξυπηρέτηση του χρέους της χώρας.
Σχετικά με τα πιθανολογούμενα κοιτάσματα υδρογονανθράκων στο χώρο της ελληνικής επικράτειας ορθά αναφέρεται στην έκθεση, πως «οι αβεβαιότητες για το μέγεθός και τις δυνατότητες εκμετάλλευσής τους είναι ακόμη πολύ μεγάλες».
Καθοριστικές
παρεμβάσεις όμως γίνονται στους τομείς παραγωγής και εμπορίας της
ηλεκτρικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Η ιδιωτικοποίηση των
αντίστοιχων δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ και ΔΕΣΦΑ), η διαφοροποίηση
των εισαγωγών φυσικού αερίου, οι τιμολογιακές πολιτικές και η επιλογή
του ενεργειακού μίγματος εξετάζονται με βασικό γνώμονα την εξυπηρέτηση
των ευρωπαϊκών συμφερόντων, ανεξάρτητα αν συγκρούονται αυτά με τα
ειδικότερα συμφέροντα και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής οικονομίας.
Η
ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμευτεί -μέσω των μνημονίων- να πουλήσει σε
ιδιώτες, σε μια πρώτη φάση τα δίκτυα μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας και
σε μια δεύτερη, την αποκαλούμενη «Μικρή ΔΕΗ», στις
οποίας το χαρτοφυλάκιο θα υπαχθεί προηγουμένως το 30% του συνολικού
παραγωγικού δυναμικού της ΔΕΗ, αποτελούμενο από τις πλέον αξιόπιστες και
οικονομικά ενδιαφέρουσες λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες.
Η
ελκτική δύναμη της ρητορικής που κυριαρχεί τις τελευταίες δεκαετίες και
εκθειάζει τα πλεονεκτήματα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, ελεεινολογεί το «κακό»Δημόσιο και διακηρύσσει συλλήβδην την αναγκαιότητα των ιδιωτικοποιήσεων, κάνει πολύ δύσκολη τη διατύπωση αντιρρήσεων. Όμως
για το εξαιρετικά σημαντικό και κρίσιμο εγχείρημα της πώλησης της ΔΕΗ,
επιβάλλεται να διατυπωθούν αντιρρήσεις. Εξάλλου βασίζονται στην κοινή
λογική.
Η
ιδιωτικοποίησή της ΔΕΗ -για λόγους που δεν είναι του παρόντος- δεν θα
είναι ένα εύκολο εγχείρημα. Στην περίπτωση όμως που πραγματοποιηθεί, θα
αποδειχθεί εντελώς ασύμφορη για την ελληνική οικονομία για τους εξής
βασικούς λόγους:
- Καταρχήν παραδείγματα -σε παγκόσμιο επίπεδο- μείωσης των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας μετά την ιδιωτικοποίηση υποδομών, δεν είναι ευδιάκριτα. Η δυσκολία αποθήκευσης της ηλεκτρικής ενέργειας και η χαμηλή ελαστικότητα στη ζήτηση (που οφείλεται στη φύση της) διευκόλυναν τη δημιουργία μονοπωλίων και διέψευσαν τις προσδοκίες για ανάπτυξη ανταγωνιστικών συνθηκών, που θα οδηγούσαν στη μείωση των τιμών. Επίσης επιβάλλεται να κατανοηθεί ότι, οι ρυθμίσεις που ισχύουν στις απελευθερωμένες μεγάλες αγορές της Ευρώπης δεν είναι εύκολο να μεταφερθούν ως έχουν, στη μικρή και απομονωμένη από τα μεγάλα ευρωπαϊκά δίκτυα ελληνική αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, χωρίς συνέπειες.
- Τις δύο προαναφερθείσες φάσεις ιδιωτικοποίησης θα ακολουθήσει αναπότρεπτα μια τρίτη, κατά την οποία η ΔΕΗ αποψιλωμένη από τις παραγωγικότερες μονάδες της, θα απολέσει την ανταγωνιστικότητά της, θα περιοριστεί (ως τελευταίο καταφύγιο) στην τροφοδοσία μικρών και αφερέγγυων καταναλωτών, θα απαξιωθεί ταχύτατα και τελικά θα ξεπουληθεί ολόκληρη, «επιβεβαιώνοντας» -ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία- του θιασώτες των ελεύθερων αγορών.
- Η φθηνή ενέργεια –η προσιτή, κατά Μέρκελ - είναι βασικός συντελεστής της ανάπτυξης και της διασφάλισης των θέσεων εργασίας κάθε Οικονομίας. Καθοριστικό όμως είναι το πραγματικό κόστος παραγωγής και όχι οι τιμές μιας εικονικής πραγματικότητας, σαν αυτήν που διαμορφώνεται από τις δυσνόητες ρυθμίσεις και μεθοδεύσεις στο «ταμπλό»του ελληνικού ΛΑΓΗΕ. Το πραγματικό κόστος όμως δεν επηρεάζεται ιδιαίτερα από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των μονάδων παραγωγής (πόσο μάλλον των δικτύων μεταφοράς ενέργειας) επειδή, αφενός μεν η συμμετοχή του κόστους εργασίας στην τελική τιμή του προϊόντος είναι χαμηλή, αφετέρου δε η ίδια η λειτουργία των τεχνολογικά εξελιγμένων και αυτοματοποιημένων βιομηχανικών εγκαταστάσεων επιβάλλει συνήθως και την αναγκαία οργανωτική στάθμη για τη διαχείρισή τους. Εξάλλου, η ΔΕΗ διαθέτει ικανοποιητική τεχνογνωσία και μακρόχρονη εμπειρία και οργανωτικά μπορεί να συγκριθεί με οποιαδήποτε άλλη ελληνική ιδιωτική βιομηχανία.
- Οι σημερινές υποδομές παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας καθώς και όσες θα απαιτηθούν στο μέλλον (γραμμές μεταφοράς υπερυψηλής τάσεως, λιγνιτωρυχεία, σταθμοί παραγωγής, υδροηλεκτρικά έργα) προκειμένου να κατασκευαστούν και να λειτουργήσουν έχουν συνήθως ως επακόλουθο σοβαρές επιπτώσεις τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στον κοινωνικό τους περίγυρο. Η ΔΕΗ της οποίας το ακρωνύμιο κατέληξε -για πολλούς Έλληνες- συνώνυμο της ηλεκτρικής ενέργειας, είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την μεταπολιτική ανάπτυξη της Ελλάδας οι δε τοπικές κοινωνίες των περιοχών στις οποίες αναπτύσσει τις δραστηριότητές της έχουν διαμορφώσει μια συναισθηματική σχέση μαζί της και, παρά τις περιστασιακές τριβές, τη θεωρούν δική τους επιχείρηση. Η σχέση αυτή, εκτός από την ανυπολόγιστη εμπορική αξία που προσδίδει στη ΔΕΗ, διευκολύνει σημαντικά τις διαπραγματεύσεις της με τις τοπικές κοινωνίες προκειμένου να γίνουν αποδεκτές οι παρεμβάσεις της (περιβαλλοντικές επιβαρύνσεις, απαλλοτριώσεις κ.α.), κάτι που δύσκολα θα συνέβαινε με οποιασδήποτε άλλη επιχείρηση.
- Οι βασικές υποδομές παραγωγής και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας είναι επενδύσεις εντάσεως κεφαλαίου (η καινούρια λιγνιτική μονάδα τηςΠτολεμαΐδας προϋπολογίστηκε στα 1,4 δις ευρώ) και απαιτούν προβλέψιμους και μακροχρόνια σταθερούς επιχειρηματικούς ορίζοντες, προκειμένου να επιτυγχάνεται ανεκτό κόστος παραγωγής μέσω ενός«ήπιου» υπολογισμού των αποσβέσεων (για τη ΔΕΗ, αλλά και για τους ενεργειακούς κολοσσούς της Ευρώπης, ο εύλογος χρόνος υπολογισμού των αποσβέσεων για λιγνιτικές και υδροηλεκτρικές μονάδες θεωρούνται τα 25 με 30 χρόνια). Επομένως, η πώληση της ΔΕΗ σε ιδιωτικές επιχειρήσεις-κυνηγούς επενδυτικών ευκαιριών, ή σε κερδοσκοπικά αμοιβαία κεφάλαια (heads funds), θα συνοδευτεί αναπότρεπτα από μια αλματώδη αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας. Από την άλλη μεριά, οι μεγάλοι ενεργειακοί κολοσσοί της Ευρώπης, που θα μπορούσαν να υπολογίζουν τα οικονομικά τους αποτελέσματα όπως και ΔΕΗ, πριν αποφασίσουν να αναμιχθούν σοβαρά και αξιόπιστα στην ελληνική αγορά, θα υπολογίσουν προηγουμένως τις βεβαιότητες που συνοδεύουν έναν μακροχρόνιο επιχειρηματικό ορίζοντα, τις οποίες όμως σήμερα η Ελλάδα δεν παρέχει και στο τέλος μάλλον δεν θα το πράξουν. Εκτός φυσικά αν τους προσφερθούν τα περιουσιακά στοιχεία της ΔΕΗ έναντι ευτελούς τιμήματος.
- Τέλος, με τα δεδομένα της διεθνούς εμπειρίας και τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς ενέργειας, η διάδοχη κατάσταση μιας ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ θα οδηγήσει νομοτελειακά στη διαμόρφωση μονοπωλιακών συνθηκών. Δύο, το πολύ τρία ιδιωτικά μονοπώλια (μάλλον ξένα) θα ελέγχουν έναν τομέα στρατηγικής σημασίας και κρίσιμο για την οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας.
Ο τομέας της ηλεκτρικής ενέργειας έχει χαρακτηριστικά ενός «πίνακα ελέγχου» για
την ελληνική οικονομία. Αν παραδοθεί ο χειρισμός του σε μη ελεγχόμενα
ιδιωτικά μονοπώλια, υπάρχει κίνδυνος να μετατραπεί η χώρα σ’ ένα
οικονομικό προτεκτοράτο.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δεν συνιστά μια θετική για την Ελλάδα«μεταρρύθμιση» και
η πραγματοποίησή της δεν είναι αναπόφευκτη, εφόσον αναδειχτούν οι
αρνητικές της επιπτώσεις στην περαιτέρω πορεία της Ελλάδας. Για
το λόγο αυτό, όσοι μπορούν να εκφέρουν άποψη πρέπει να τη διατυπώσουν
προκειμένου να αναπτυχθεί ένας σοβαρός και χρήσιμος διάλογος, πριν
ληφθούν οι οριστικές αποφάσεις και όχι εκ των υστέρων.
προσωπικά και όχι μόνος μου επιμένω και ερωτώ
ΑπάντησηΔιαγραφήΠρος: Υπουργείο Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής
Θέμα: Πραγματοποιούμενες επεκτάσεις των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ στο λεκανοπέδιο Κοζάνης-Πτολεμαϊδας-Φλώρινας
Για το λεκανοπέδιο Κοζάνης-Πτολεμαϊδας-Φλώρινας παρακαλούμε όπως μας κοινοποιήσετε οιασδήποτε σχετικές Μελέτες που έχουν εκπονηθεί και παραλειφθεί, προκειμένου να διερευνήσουμε σε ποιο σχεδιασμό βασίζονται, οι πραγματοποιούμενες επεκτάσεις των δραστηριοτήτων της ΔΕΗ και να αναζητήσουμε απαντήσεις στα παρακάτω ερωτήματα:
Ποια είναι τα τεχνικά απολήψιμα κοιτάσματα λιγνίτη στην Περιοχή Κοζάνης-Πτολεμαϊδας-Φλώρινας; Να μας δοθούν τα ανάλογα στοιχεία.
Ποια είναι τα οικονομικά απολήψιμα κοιτάσματα στην περιοχή; Να μας δοθούν τα ανάλογα στοιχεία.
Υπάρχει επικαιροποιημενο και από ποια και έγκριτη μελετητική μεταλλευτική εταιρία, μελέτη του κοιτάσματος στην ευρύτερη περιοχή Δυτ.Μακεδονιας και ιδιαίτερα στο λεκανοπέδιο Κοζάνης-Πτολεμαϊδας; Να μας δοθεί η ανάλογη μελέτη.
Βάση ποιου masterplan πραγματοποιείται η εκμετάλλευση των λιγνιτικών κοιτασμάτων του ΛΚΜΔ, όταν παρατηρείται, με βάση τα υπάρχοντα στοιχεία, μείωση του εξορισσομενου λιγνίτη τα τελευταία χρόνια; Να μας δοθεί το επικαιροποιημένο masterplan.
Στις επισυναπτόμενες μελέτες εκμετάλλευσης έχει ληφθεί υπόψη στο σχεδιασμό σας η ύπαρξη τηλεθερμάνσεων της περιοχής και οι προβλεπόμενες επεκτάσεις; Να μας δοθούν οι ανάλογες μελέτες που ελήφθησαν υπόψη.
Ποια είναι η σχεδιαζόμενη παραγωγή Ηλεκτρικής Ενέργειας από τους λιγνιτικούς Α.Η.Σ. της περιοχής Κοζάνης-Πτολεμαϊδας-Φλώρινας και πως επηρεάζεται ο προγραμματισμός και η εξέλιξη των λιγνιτικών εκμεταλλεύσεων που είναι σε λειτουργία; Να δοθεί η ανάλογη μελέτη.
Η Βουλευτής
`
Ευγενία Ουζουνίδου