Το πρόβλημα είναι πάντα σε ποια τιμή θα πρέπει η ΔΕΗ να πωλεί
την κάθε MWh (1.000 κιλοβατώρες) στην ΑτΕ και όχι εάν θα είναι ο πάροχός της. Δεν αρνήθηκε ποτέ η ΔΕΗ να είναι ο πάροχος ΑτΕ. Αυτό που αρνείται είναι να της πωλεί ηλεκτρική ενέργεια επί ζημία.
Να την επιδοτεί ναι, όχι όμω5 να ζημιώνεται. Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, θεωρείται επιδότηση του εργοστασίου παραγωγής αλουμινίου όταν αυτό τιμολογείται χαμηλότερα από τους άλλους μεγάλους πελάτες μιας εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές εταιρείες ζημιώνονται όταν τιμολογούν κάτω από το κόστος τους. Η ΔΕΗ, τιμολογώντας την ΑτΕ με βάση το κόστος της φθηνής λιγνιτικής παραγωγής, ισοδυναμεί με το να της πωλεί επί ζημία, γιατί το κόστος αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το οριακό της κόστος. Πολύ δε περισσότερο όταν τα 36,7 ευρώ ανά MWh που όρισε η διαιτησία ως τιμή προμήθειας της ΑτΕ από τη ΔΕΗ δεν αντιπροσωπεύουν το πλήρες κόστος της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, παρά μόνο το μεταβλητό της κόστος (δηλ. πρακτικά μόνο το κόστος καυσίμου και όχι λοιπές δαπάνες, όπως μισθοδοσία, κόστος συντηρήσεων, χρηματοοικονομικά έξοδα κ.ά.). Πολλά ερωτήματα εγείρονται από το γεγονός ότι η διαιτησία δεν έκανε αποδεκτά τα στοιχεία κόστους που προσκόμισε ο διεθνής οίκος PwC του Λονδίνου εκ μέρους της ΔΕΗ.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα της χώρας μας που ξεπερνά τη ΔΕΗ αλλά και τη ΡΑΕ είναι εάν θα πρέπει να επιδοτείται η παραγωγή αλουμινίου.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να αναφέρω, γι' αυτούς που δεν γνωρίζουν, ότι η Αλουμίνιον της Ελλάδος, η μοναδική εταιρεία που παράγει αλουμίνιο στη χώρα μας, δεν παράγει μόνο αλουμίνιο. Παράγει και αλουμίνα. Συγκεκριμένα, παράγει περίπου 800.000 τόνους αλουμίνας από τον βωξίτη που προμηθεύεται κυρίως από τη S&B. Απ' αυτούς, εξάγει περίπου τους 500.000 τόνους και χρησιμοποιεί τους υπόλοιπους 300.000 τους για την παραγωγή 160.000 τόνων αλουμινίου τον χρόνο. Απασχολεί περίπου 900 συνολικά εργαζομένους, οι περίπου μισοί εκ των οποίων απασχολούνται στη μονάδα παραγωγής αλουμινίου. Η διαδικασία παραγωγής αλουμινίου είναι αυτή που απαιτεί τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος. Η ΔΕΗ προμηθεύει την ΑτΕ με 2,5 TWh (εκατομμύρια MWh) τον χρόνο περίπου, που ισοδυναμεί με το 5% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα μας!
Επειδή η ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα μας παράγεται κυρίως από λιγνίτη (50%) και φυσικό αέριο (27%), η παραγωγή αλουμινίου ευθύνεται για τις εκπομπές τουλάχιστον 1.500.000 τόνων διοξειδίου του άνθρακος ετησίως.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά την παγκόσμια χωροθέτηση των εργοστασίων παραγωγής αλουμινίου, θα διαπιστώσει ότι βρίσκονται κυρίως σε χώρες που έχουν φθηνή και καθαρή ηλεκτρική ενέργεια. Κι αυτές είναι οι χώρες που διαθέτουν υδροηλεκτρικά και πυρηνικά εργοστάσια για την παραγωγή ρεύματος. Για παράδειγμα, τα εργοστάσια παραγωγή αλουμινίου στη Βόρεια Αμερική ηλεκτροδοτούνται κατά 73% από υδροηλεκτρικά και 25% από λιθάνθρακα. Στη Νότια Αμερική, κατά 91% από υδροηλεκτρικά και 7% από φυσικό αέριο. Στην Ευρώπη, κατά 48% από υδροηλεκτρικά, 24% από πυρηνικά και 20% από λιθάνθρακα.
Λόγω των μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτούνται, είναι εύλογο οι παραγωγοί αλουμινίου διεθνώς να ασκούν αφόρητες πιέσεις για χαμηλές τιμές, ώστε να μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί.
Η διαφορά τιμής που πληρώνει για την ηλεκτρική ενέργεια μια εταιρεία παραγωγής αλουμινίου σε σχέση με τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες μιας ηλεκτρικής εταιρείας είναι η επιπρόσθετη επιδότηση που αυτή λαμβάνει. Για παράδειγμα, το ποσό των 36,7 ευρώ που αποφάσισε κατά πλειοψηφία η τριμελής διαιτησία ότι πρέπει να αμείβεται η ΔΕΗ για κάθε MWh που πωλεί στην ΑτΕ σε σχέση με τα 50-55 ευρώ που πωλεί τη MWh στους άλλους βιομηχανικούς της πελάτες (τάξη μεγέθους, αναλόγου και του προφίλ κατανάλωσης και των λοιπών χαρακτηριστικών του καθενός) μας δίνει μια διαφορά 13-18 ευρώ περίπου, που ισοδυναμεί με μια επιπλέον επιδότηση της ΔΕΗ προς την ΑτΕ ύψους 35.000.000 ευρώ τον χρόνο κατά μέσο όρο περίπου. Με απλά λόγια, ο κάθε εργαζόμενος στην παραγωγή αλουμινίου στην ΑτΕ (450 άτομα περίπου) στοιχίζει στη ΔΕΗ (και στην εθνική οικονομία γενικότερα) επιπλέον 78.000 τον χρόνο ή, αν θέλετε διαφορετικά, ο κάθε τόνος αλουμινίου που παράγει η ΑτΕ επιδοτείται από τη ΔΕΗ με 220 ευρώ περίπου, πλέον της όποιας επιδότησης δίνει η ΔΕΗ στους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες της, καθώς και το κόστος των εκπεμπόμενων ρύπων (C02) που σήμερα ανέρχεται σε 4,5-5 ο τόνος.
Το εάν πρέπει να επιδοτείται η παραγωγή αλουμινίου στη χώρα μα3 οπωσδήποτε δεν είναι θέμα που εμπίπτει στα όρια δικαιοδοσίας της ΡΑΕ. Το πρόβλημα είναι η επιδότηση επί ζημία της ΔΕΗ που ζητεί η ΑτΕ για την παραγωγή αλουμινίου και την οποία αρνείται, δικαιολογημένα, να της παρέχει η ΔΕΗ. Προσοχή, δεν αναφερόμαστε στην παραγωγή αλουμίνας, η οποία όχι μόνο είναι προς το συμφέρον της εθνικής μας οικονομίας, αλλά πρέπει να συνεχίσει και να βαίνει αυξανόμενη.
Η χώρα μας, δυστυχώς, με της σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, δεν έχει προικιστεί από καθαρές και φθηνές πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Ούτε όμως, με συνολική ευθύνη, έχουμε αξιοποιήσει προς όφελος της εθνικής μας οικονομίας τις δυνατότητες που μας παρέχει η σημερινή τεχνολογία. Δεν έχουμε εμπεδώσει, ως οφείλουμε, ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα πρόβλημα με τρεις μεταβλητές: κόστος, επάρκεια και περιβάλλον. Και δεν είναι λογικό όταν χαράσσουμε την εθνική μας στρατηγική να επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μία μόνο από τις τρεις αυτές μεταβλητές, αγνοώντας τις επιπτώσεις που η όποια απόφασή μας θα έχει, μακροχρόνια, στις άλλες δύο. Για παράδειγμα, η εθνική πολιτική για τα φωτοβολταϊκά. Όταν μιλούσαμε μόνο για τα οφέλη της καθαρής ενέργειας, επιδοτώντας τα φωτοβολταϊκά με ποσά πέραν κάθε λογικής και παγκόσμιου προηγούμενου, δεν προβληματιστήκαμε καθόλου για το αν αυτή μας η πολιτική ήταν βιώσιμη και για το πως θα επηρέαζε τα οικονομικά του κλάδου και κυρίως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Όταν εμποδίζαμε την είσοδο στην ελληνική αγορά μεγάλης ευρωπαϊκής εταιρείας, η παρουσία της οποίας θα εξασφάλιζε και την απελευθέρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού, αλλά και μονάδες βάσης για φθηνότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και προωθούσαμε ως στρατηγική την κατασκευή μονάδων φυσικού αερίου τις οποίες επιδοτούμε σήμερα με υπερβολικά υψηλό τίμημα, δεν αναρωτηθήκαμε πώς θα εξασφαλίσουμε χαμηλό και ανταγωνιστικό κόστος για τη βιομηχανία μας. Σήμερα είμαστε όλοι ευαισθητοποιημένοι με το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Σωστά, αλλά και πάλι, φοβάμαι, μονοσήμαντα.
Η ενέργεια, και όχι μόνο η ηλεκτρική, είναι από τους πλέον σημαντικούς συντελεστές παραγωγής. Οικονομική ανάπτυξη χωρίς σωστή ενεργειακή πολιτική καθίσταται από δύσκολη ως ανέφικτη. Επομένως, οι πολιτικές μας στην ενέργεια θα πρέπει να αποσκοπούν στο μακροχρόνιο εθνικό συμφέρον και όχι να είναι η κοινή συνισταμένη οικονομικών και συντεχνιακών συμφερόντων, έστω και καλώς εννοουμένων. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε.
Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην Πρόεδρος & Δ/νων σύμβουλος ΔΕΗ.
(Καθημερινή της Κυριακής, 24/11/2013)
την κάθε MWh (1.000 κιλοβατώρες) στην ΑτΕ και όχι εάν θα είναι ο πάροχός της. Δεν αρνήθηκε ποτέ η ΔΕΗ να είναι ο πάροχος ΑτΕ. Αυτό που αρνείται είναι να της πωλεί ηλεκτρική ενέργεια επί ζημία.
Να την επιδοτεί ναι, όχι όμω5 να ζημιώνεται. Σύμφωνα με τη διεθνή πρακτική, θεωρείται επιδότηση του εργοστασίου παραγωγής αλουμινίου όταν αυτό τιμολογείται χαμηλότερα από τους άλλους μεγάλους πελάτες μιας εταιρείας παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος. Οι ηλεκτρικές εταιρείες ζημιώνονται όταν τιμολογούν κάτω από το κόστος τους. Η ΔΕΗ, τιμολογώντας την ΑτΕ με βάση το κόστος της φθηνής λιγνιτικής παραγωγής, ισοδυναμεί με το να της πωλεί επί ζημία, γιατί το κόστος αυτό είναι σημαντικά χαμηλότερο από το οριακό της κόστος. Πολύ δε περισσότερο όταν τα 36,7 ευρώ ανά MWh που όρισε η διαιτησία ως τιμή προμήθειας της ΑτΕ από τη ΔΕΗ δεν αντιπροσωπεύουν το πλήρες κόστος της λιγνιτικής παραγωγής της ΔΕΗ, παρά μόνο το μεταβλητό της κόστος (δηλ. πρακτικά μόνο το κόστος καυσίμου και όχι λοιπές δαπάνες, όπως μισθοδοσία, κόστος συντηρήσεων, χρηματοοικονομικά έξοδα κ.ά.). Πολλά ερωτήματα εγείρονται από το γεγονός ότι η διαιτησία δεν έκανε αποδεκτά τα στοιχεία κόστους που προσκόμισε ο διεθνής οίκος PwC του Λονδίνου εκ μέρους της ΔΕΗ.
Σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα της χώρας μας που ξεπερνά τη ΔΕΗ αλλά και τη ΡΑΕ είναι εάν θα πρέπει να επιδοτείται η παραγωγή αλουμινίου.
Είναι σημαντικό σε αυτό το σημείο να αναφέρω, γι' αυτούς που δεν γνωρίζουν, ότι η Αλουμίνιον της Ελλάδος, η μοναδική εταιρεία που παράγει αλουμίνιο στη χώρα μας, δεν παράγει μόνο αλουμίνιο. Παράγει και αλουμίνα. Συγκεκριμένα, παράγει περίπου 800.000 τόνους αλουμίνας από τον βωξίτη που προμηθεύεται κυρίως από τη S&B. Απ' αυτούς, εξάγει περίπου τους 500.000 τόνους και χρησιμοποιεί τους υπόλοιπους 300.000 τους για την παραγωγή 160.000 τόνων αλουμινίου τον χρόνο. Απασχολεί περίπου 900 συνολικά εργαζομένους, οι περίπου μισοί εκ των οποίων απασχολούνται στη μονάδα παραγωγής αλουμινίου. Η διαδικασία παραγωγής αλουμινίου είναι αυτή που απαιτεί τεράστιες ποσότητες ηλεκτρικού ρεύματος. Η ΔΕΗ προμηθεύει την ΑτΕ με 2,5 TWh (εκατομμύρια MWh) τον χρόνο περίπου, που ισοδυναμεί με το 5% της συνολικής κατανάλωσης στη χώρα μας!
Επειδή η ηλεκτρική ενέργεια στη χώρα μας παράγεται κυρίως από λιγνίτη (50%) και φυσικό αέριο (27%), η παραγωγή αλουμινίου ευθύνεται για τις εκπομπές τουλάχιστον 1.500.000 τόνων διοξειδίου του άνθρακος ετησίως.
Αν μελετήσει κανείς προσεκτικά την παγκόσμια χωροθέτηση των εργοστασίων παραγωγής αλουμινίου, θα διαπιστώσει ότι βρίσκονται κυρίως σε χώρες που έχουν φθηνή και καθαρή ηλεκτρική ενέργεια. Κι αυτές είναι οι χώρες που διαθέτουν υδροηλεκτρικά και πυρηνικά εργοστάσια για την παραγωγή ρεύματος. Για παράδειγμα, τα εργοστάσια παραγωγή αλουμινίου στη Βόρεια Αμερική ηλεκτροδοτούνται κατά 73% από υδροηλεκτρικά και 25% από λιθάνθρακα. Στη Νότια Αμερική, κατά 91% από υδροηλεκτρικά και 7% από φυσικό αέριο. Στην Ευρώπη, κατά 48% από υδροηλεκτρικά, 24% από πυρηνικά και 20% από λιθάνθρακα.
Λόγω των μεγάλων ποσοτήτων ηλεκτρικού ρεύματος που απαιτούνται, είναι εύλογο οι παραγωγοί αλουμινίου διεθνώς να ασκούν αφόρητες πιέσεις για χαμηλές τιμές, ώστε να μπορούν να είναι ανταγωνιστικοί.
Η διαφορά τιμής που πληρώνει για την ηλεκτρική ενέργεια μια εταιρεία παραγωγής αλουμινίου σε σχέση με τους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες μιας ηλεκτρικής εταιρείας είναι η επιπρόσθετη επιδότηση που αυτή λαμβάνει. Για παράδειγμα, το ποσό των 36,7 ευρώ που αποφάσισε κατά πλειοψηφία η τριμελής διαιτησία ότι πρέπει να αμείβεται η ΔΕΗ για κάθε MWh που πωλεί στην ΑτΕ σε σχέση με τα 50-55 ευρώ που πωλεί τη MWh στους άλλους βιομηχανικούς της πελάτες (τάξη μεγέθους, αναλόγου και του προφίλ κατανάλωσης και των λοιπών χαρακτηριστικών του καθενός) μας δίνει μια διαφορά 13-18 ευρώ περίπου, που ισοδυναμεί με μια επιπλέον επιδότηση της ΔΕΗ προς την ΑτΕ ύψους 35.000.000 ευρώ τον χρόνο κατά μέσο όρο περίπου. Με απλά λόγια, ο κάθε εργαζόμενος στην παραγωγή αλουμινίου στην ΑτΕ (450 άτομα περίπου) στοιχίζει στη ΔΕΗ (και στην εθνική οικονομία γενικότερα) επιπλέον 78.000 τον χρόνο ή, αν θέλετε διαφορετικά, ο κάθε τόνος αλουμινίου που παράγει η ΑτΕ επιδοτείται από τη ΔΕΗ με 220 ευρώ περίπου, πλέον της όποιας επιδότησης δίνει η ΔΕΗ στους άλλους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες της, καθώς και το κόστος των εκπεμπόμενων ρύπων (C02) που σήμερα ανέρχεται σε 4,5-5 ο τόνος.
Το εάν πρέπει να επιδοτείται η παραγωγή αλουμινίου στη χώρα μα3 οπωσδήποτε δεν είναι θέμα που εμπίπτει στα όρια δικαιοδοσίας της ΡΑΕ. Το πρόβλημα είναι η επιδότηση επί ζημία της ΔΕΗ που ζητεί η ΑτΕ για την παραγωγή αλουμινίου και την οποία αρνείται, δικαιολογημένα, να της παρέχει η ΔΕΗ. Προσοχή, δεν αναφερόμαστε στην παραγωγή αλουμίνας, η οποία όχι μόνο είναι προς το συμφέρον της εθνικής μας οικονομίας, αλλά πρέπει να συνεχίσει και να βαίνει αυξανόμενη.
Η χώρα μας, δυστυχώς, με της σημερινές τεχνολογικές δυνατότητες παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος, δεν έχει προικιστεί από καθαρές και φθηνές πηγές ηλεκτρικής ενέργειας.
Ούτε όμως, με συνολική ευθύνη, έχουμε αξιοποιήσει προς όφελος της εθνικής μας οικονομίας τις δυνατότητες που μας παρέχει η σημερινή τεχνολογία. Δεν έχουμε εμπεδώσει, ως οφείλουμε, ότι η ηλεκτρική ενέργεια είναι ένα πρόβλημα με τρεις μεταβλητές: κόστος, επάρκεια και περιβάλλον. Και δεν είναι λογικό όταν χαράσσουμε την εθνική μας στρατηγική να επικεντρώνουμε την προσοχή μας σε μία μόνο από τις τρεις αυτές μεταβλητές, αγνοώντας τις επιπτώσεις που η όποια απόφασή μας θα έχει, μακροχρόνια, στις άλλες δύο. Για παράδειγμα, η εθνική πολιτική για τα φωτοβολταϊκά. Όταν μιλούσαμε μόνο για τα οφέλη της καθαρής ενέργειας, επιδοτώντας τα φωτοβολταϊκά με ποσά πέραν κάθε λογικής και παγκόσμιου προηγούμενου, δεν προβληματιστήκαμε καθόλου για το αν αυτή μας η πολιτική ήταν βιώσιμη και για το πως θα επηρέαζε τα οικονομικά του κλάδου και κυρίως το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Όταν εμποδίζαμε την είσοδο στην ελληνική αγορά μεγάλης ευρωπαϊκής εταιρείας, η παρουσία της οποίας θα εξασφάλιζε και την απελευθέρωση της ελληνικής αγοράς ηλεκτρισμού, αλλά και μονάδες βάσης για φθηνότερο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας και προωθούσαμε ως στρατηγική την κατασκευή μονάδων φυσικού αερίου τις οποίες επιδοτούμε σήμερα με υπερβολικά υψηλό τίμημα, δεν αναρωτηθήκαμε πώς θα εξασφαλίσουμε χαμηλό και ανταγωνιστικό κόστος για τη βιομηχανία μας. Σήμερα είμαστε όλοι ευαισθητοποιημένοι με το κόστος της ηλεκτρικής ενέργειας. Σωστά, αλλά και πάλι, φοβάμαι, μονοσήμαντα.
Η ενέργεια, και όχι μόνο η ηλεκτρική, είναι από τους πλέον σημαντικούς συντελεστές παραγωγής. Οικονομική ανάπτυξη χωρίς σωστή ενεργειακή πολιτική καθίσταται από δύσκολη ως ανέφικτη. Επομένως, οι πολιτικές μας στην ενέργεια θα πρέπει να αποσκοπούν στο μακροχρόνιο εθνικό συμφέρον και όχι να είναι η κοινή συνισταμένη οικονομικών και συντεχνιακών συμφερόντων, έστω και καλώς εννοουμένων. Ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, όπως αυτή που βιώνουμε.
Ο κ. Τάκης Αθανασόπουλος είναι ομότιμος καθηγητής Πανεπιστημίου Πειραιώς, πρώην Πρόεδρος & Δ/νων σύμβουλος ΔΕΗ.
(Καθημερινή της Κυριακής, 24/11/2013)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου