Πριν από πολλά χρόνια, σε όλο σχεδόν τον
κόσμο, είχε κριθεί ότι ο ασφαλέστερος και οικονομικά
αποτελεσματικότερος τρόπος λειτουργίας της αγοράς ηλεκτρισμού ήταν η
παραχώρηση μονοπωλιακού δικαιώματος σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις,
δημόσιες ή ιδιωτικές, για μεγάλες γεωγραφικές περιοχές.
Η επιλογή αυτή βασίστηκε στη διαπίστωση, ότι με αυτό τον τρόπο....... εξασφαλίζονται μεγάλες οικονομίες κλίμακας και χαμηλότερο κόστος και τιμές προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομικής ανάπτυξης.
Στην Ευρώπη, για την παραχώρηση του μονοπωλιακού δικαιώματος, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, προτιμήθηκαν κυρίως δημόσιες επιχειρήσεις.
Στις ΗΠΑ δόθηκε προτίμηση, σε μεγαλύτερο ποσοστό, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού. Για να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει εκμετάλλευση της μονοπωλιακής τους δύναμης, θεσπίστηκαν συγκεκριμένοι ρυθμιστικοί κανόνες εποπτείας και ελέγχου, με έμφαση στον προγραμματισμό των επενδύσεων, τον έλεγχο των δαπανών εκμετάλλευσης και, κυρίως, των τιμών. Στην Ελλάδα, όπου η ΔΕΗ κάλυπτε το 100% της αγοράς, μια απόδοση γύρω στο 4% θεωρούνταν εύλογη, με το σκεπτικό ότι ο κλάδος του ηλεκτρισμού είναι ασφαλής, με εγγυημένη αγορά και αμελητέο risk premium. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, μια σχετικά χαμηλή απόδοση κεφαλαίου συνεισφέρει αποφασιστικά στη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα.
Με αυτή τη μονοπωλιακή διάρθρωση, οι αγορές ηλεκτρισμού λειτούργησαν ικανοποιητικά για πολλές δεκαετίες.
Στην Ελλάδα, με την υποκατάσταση από τη ΔΕΗ των πολλών ιδιωτικών κυρίως επιχειρήσεων, η μεγαλύτερη από τις οποίες εξαγοράστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έγινε δυνατή η αξιοποίηση εκτεταμένων κοιτασμάτων λιγνίτη, που μέχρι τότε παρέμεναν σε ύπνωση, και εξασφαλίστηκε φθηνό εγχώριο καύσιμο. Υψώθηκαν εντυπωσιακά φράγματα στα ποτάμια, αξιοποιώντας τα νερά για την παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας και για αρδεύσεις, ενώ κατασκευάστηκε σειρά σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και εκτεταμένα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, που κάλυψαν ολόκληρη τη χώρα. Εξασφαλίστηκε επάρκεια, με χαμηλές τιμές, για το σύνολο του πληθυσμού. Μέχρι τότε, ο πληθυσμός που ζούσε στο 52% των ελληνικών οικισμών φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εντάθηκαν διεθνώς οι πιέσεις για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού. Η ένταση των πιέσεων προήλθε κυρίως από τη μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίων, τα οποία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αναζητούσαν ικανοποιητικές επενδυτικές διεξόδους και ευκαιρίες. Ηταν φανερό ότι ο κλάδος του ηλεκτρισμού, με τον υψηλό βαθμό ασφάλειας που παρέχει και τον μεγάλο κύκλο εργασιών, δεν θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ στην αποκλειστική νομή της κρατικής (ή και της ιδιωτικής) μονοπωλιακής δραστηριότητας. Στις Βρυξέλλες, ασκήθηκε κυρίως πίεση προς την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της διευκόλυνσης της εισόδου στην αγορά νέων ανεξάρτητων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.
Το επιχείρημα είναι ότι, με την άρση των εμποδίων εισόδου και την είσοδο στην αγορά μεγάλου αριθμού παραγωγών/προμηθευτών, δημιουργείται έντονος ανταγωνισμός, που καταλήγει σε μείωση των τιμών προς όφελος του καταναλωτή. Ομως ο καταναλωτής με ανησυχία διαπιστώνει ότι, τα τελευταία χρόνια, παρά την είσοδο νέων παραγωγών στην αγορά, οι τιμές αυξάνονται. Το πρόβλημα με τις τιμές, στην αγορά ηλεκτρισμού, έχει τρεις κυρίως διαστάσεις.
Η πρώτη διάσταση έχει σχέση με το χρησιμοποιούμενο καύσιμο στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι τιμές κρατήθηκαν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα χαμηλές, επειδή η παραγωγή ηλεκτρισμού βασίζονταν, κατά περίπου 80%, στον φθηνό εγχώριο λιγνίτη και στο υδροδυναμικό. Η πολιτική αυτή αποσκοπούσε στον περιορισμό της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και στη διατήρηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα.
Η σημαντική μείωση της συμμετοχής του φθηνού εγχώριου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, τα τελευταία χρόνια, με την ταυτόχρονη αύξηση του μεριδίου του πολύ ακριβότερου φυσικού αερίου και των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) με το εξαιρετικά υψηλό κόστος, κατέστησαν αδύνατη τη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα.
Η δεύτερη διάσταση έχει σχέση με τη διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Αν πάρουμε πολύ στα σοβαρά την άποψη ότι με την είσοδο των νέων παικτών στην αγορά θα δούμε έναν οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους, που θα βυθίσει τις τιμές, θα δείξουμε μάλλον απλοϊκότητα. Ο πραγματικός και όχι ο εικονικός ανταγωνισμός προϋποθέτει πολύ μεγάλο αριθμό παραγωγών / προμηθευτών, από τους οποίους κανένας δεν μπορεί να ελέγξει μεγάλο μέρος της προσφοράς. Επειδή αυτή η προϋπόθεση είναι δύσκολο να υπάρξει στην αγορά ηλεκτρισμού, θα είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα αν μιλήσουμε για ολιγοπωλιακή αγορά, και είναι γνωστό πώς ορίζονται οι τιμές στις ολιγοπωλιακές αγορές.
Είναι χρήσιμο να δούμε την εξέλιξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, μετά το άνοιγμα της αγοράς. Μόνο την τελευταία περίοδο, μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2011 και του πρώτου εξαμήνου του 2013, σε περίοδο αποπληθωρισμού και μείωσης της ζήτησης και των εισοδημάτων, η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιβαρύνσεων, αυξήθηκε κατά 24,8% για τους οικιακούς καταναλωτές και κατά 19% για τη βιομηχανία (Eurostat. Electricity and Natural Gas Price Statistics). Σημειώνεται ότι είχαν προηγηθεί και άλλες αυξήσεις κατά την προηγούμενη χρονική περίοδο. Με δεδομένες τις ατέλειες της αγοράς, καλό είναι να μην επαναπαυόμαστε, με την πεποίθηση ότι για όλα θα φροντίσει ο ανταγωνισμός.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο στις ΗΠΑ ιδιαίτερα γίνεται μεγάλη συζήτηση πάνω στο ζήτημα της φύσης και της έκτασης της αναγκαίας ρυθμιστικής παρέμβασης, για να αποτραπεί η επανάληψη φαινομένων τύπου Καλιφόρνιας, όπου το καλοκαίρι του 2000, οι χονδρικές τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη σε ολόκληρη την Πολιτεία και στο Σαν Ντιέγκο οι λογαριασμοί διπλασιάστηκαν.
Η τρίτη διάσταση του προβλήματος έχει σχέση με την επιζητούμενη απόδοση του κεφαλαίου και την περίοδο ανάκτησης.
Είναι φυσικό, οι νέοι παίκτες να μην αρκούνται στις χαμηλές αποδόσεις και στις μεγάλες περιόδους ανάκτησης, στις οποίες αρκούνταν η μονοπωλιακή ΔΕΗ. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει υψηλότερες τιμές. Μην περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε μειώσεις των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Αν συνεχιστεί η αύξηση του μεριδίου του ακριβού φυσικού αερίου και των πολύ ακριβότερων ΑΠΕ στο σύστημα, εις βάρος του φθηνού εγχώριου λιγνίτη, αναπόφευκτα θα δούμε τη συνέχιση της αυξητικής τάσης.
Η αυξητική τάση ενισχύεται και από την –επιχειρηματικά λογική– επιδίωξη των νέων ανεξάρτητων παραγωγών για αποδόσεις και περιόδους ανάκτησης κεφαλαίου, που είναι περισσότερο συμβατές με την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα.
Η επιλογή αυτή βασίστηκε στη διαπίστωση, ότι με αυτό τον τρόπο....... εξασφαλίζονται μεγάλες οικονομίες κλίμακας και χαμηλότερο κόστος και τιμές προς όφελος των καταναλωτών και της οικονομικής ανάπτυξης.
Στην Ευρώπη, για την παραχώρηση του μονοπωλιακού δικαιώματος, ιδιαίτερα μετά τον πόλεμο, προτιμήθηκαν κυρίως δημόσιες επιχειρήσεις.
Στις ΗΠΑ δόθηκε προτίμηση, σε μεγαλύτερο ποσοστό, σε ιδιωτικές επιχειρήσεις ηλεκτρισμού. Για να διασφαλιστεί ότι δεν θα υπάρξει εκμετάλλευση της μονοπωλιακής τους δύναμης, θεσπίστηκαν συγκεκριμένοι ρυθμιστικοί κανόνες εποπτείας και ελέγχου, με έμφαση στον προγραμματισμό των επενδύσεων, τον έλεγχο των δαπανών εκμετάλλευσης και, κυρίως, των τιμών. Στην Ελλάδα, όπου η ΔΕΗ κάλυπτε το 100% της αγοράς, μια απόδοση γύρω στο 4% θεωρούνταν εύλογη, με το σκεπτικό ότι ο κλάδος του ηλεκτρισμού είναι ασφαλής, με εγγυημένη αγορά και αμελητέο risk premium. Σύμφωνα με το ίδιο σκεπτικό, μια σχετικά χαμηλή απόδοση κεφαλαίου συνεισφέρει αποφασιστικά στη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα.
Με αυτή τη μονοπωλιακή διάρθρωση, οι αγορές ηλεκτρισμού λειτούργησαν ικανοποιητικά για πολλές δεκαετίες.
Στην Ελλάδα, με την υποκατάσταση από τη ΔΕΗ των πολλών ιδιωτικών κυρίως επιχειρήσεων, η μεγαλύτερη από τις οποίες εξαγοράστηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60, έγινε δυνατή η αξιοποίηση εκτεταμένων κοιτασμάτων λιγνίτη, που μέχρι τότε παρέμεναν σε ύπνωση, και εξασφαλίστηκε φθηνό εγχώριο καύσιμο. Υψώθηκαν εντυπωσιακά φράγματα στα ποτάμια, αξιοποιώντας τα νερά για την παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας και για αρδεύσεις, ενώ κατασκευάστηκε σειρά σταθμών ηλεκτροπαραγωγής και εκτεταμένα δίκτυα μεταφοράς και διανομής, που κάλυψαν ολόκληρη τη χώρα. Εξασφαλίστηκε επάρκεια, με χαμηλές τιμές, για το σύνολο του πληθυσμού. Μέχρι τότε, ο πληθυσμός που ζούσε στο 52% των ελληνικών οικισμών φωτίζονταν με λάμπες πετρελαίου. Από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, εντάθηκαν διεθνώς οι πιέσεις για το άνοιγμα της αγοράς ηλεκτρισμού. Η ένταση των πιέσεων προήλθε κυρίως από τη μεγάλη συσσώρευση κεφαλαίων, τα οποία, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, αναζητούσαν ικανοποιητικές επενδυτικές διεξόδους και ευκαιρίες. Ηταν φανερό ότι ο κλάδος του ηλεκτρισμού, με τον υψηλό βαθμό ασφάλειας που παρέχει και τον μεγάλο κύκλο εργασιών, δεν θα μπορούσε να παραμείνει για πολύ στην αποκλειστική νομή της κρατικής (ή και της ιδιωτικής) μονοπωλιακής δραστηριότητας. Στις Βρυξέλλες, ασκήθηκε κυρίως πίεση προς την κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων και της διευκόλυνσης της εισόδου στην αγορά νέων ανεξάρτητων παραγωγών ηλεκτρικής ενέργειας.
Το επιχείρημα είναι ότι, με την άρση των εμποδίων εισόδου και την είσοδο στην αγορά μεγάλου αριθμού παραγωγών/προμηθευτών, δημιουργείται έντονος ανταγωνισμός, που καταλήγει σε μείωση των τιμών προς όφελος του καταναλωτή. Ομως ο καταναλωτής με ανησυχία διαπιστώνει ότι, τα τελευταία χρόνια, παρά την είσοδο νέων παραγωγών στην αγορά, οι τιμές αυξάνονται. Το πρόβλημα με τις τιμές, στην αγορά ηλεκτρισμού, έχει τρεις κυρίως διαστάσεις.
Η πρώτη διάσταση έχει σχέση με το χρησιμοποιούμενο καύσιμο στην παραγωγή ηλεκτρισμού. Οι τιμές κρατήθηκαν για πολλά χρόνια στην Ελλάδα χαμηλές, επειδή η παραγωγή ηλεκτρισμού βασίζονταν, κατά περίπου 80%, στον φθηνό εγχώριο λιγνίτη και στο υδροδυναμικό. Η πολιτική αυτή αποσκοπούσε στον περιορισμό της εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα και στη διατήρηση της τιμής της ηλεκτρικής ενέργειας σε χαμηλά επίπεδα.
Η σημαντική μείωση της συμμετοχής του φθηνού εγχώριου λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή, τα τελευταία χρόνια, με την ταυτόχρονη αύξηση του μεριδίου του πολύ ακριβότερου φυσικού αερίου και των ΑΠΕ (Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας) με το εξαιρετικά υψηλό κόστος, κατέστησαν αδύνατη τη διατήρηση των τιμών σε χαμηλά επίπεδα.
Η δεύτερη διάσταση έχει σχέση με τη διάρθρωση και τον τρόπο λειτουργίας της αγοράς. Αν πάρουμε πολύ στα σοβαρά την άποψη ότι με την είσοδο των νέων παικτών στην αγορά θα δούμε έναν οξύ ανταγωνισμό μεταξύ τους, που θα βυθίσει τις τιμές, θα δείξουμε μάλλον απλοϊκότητα. Ο πραγματικός και όχι ο εικονικός ανταγωνισμός προϋποθέτει πολύ μεγάλο αριθμό παραγωγών / προμηθευτών, από τους οποίους κανένας δεν μπορεί να ελέγξει μεγάλο μέρος της προσφοράς. Επειδή αυτή η προϋπόθεση είναι δύσκολο να υπάρξει στην αγορά ηλεκτρισμού, θα είμαστε πιο κοντά στην πραγματικότητα αν μιλήσουμε για ολιγοπωλιακή αγορά, και είναι γνωστό πώς ορίζονται οι τιμές στις ολιγοπωλιακές αγορές.
Είναι χρήσιμο να δούμε την εξέλιξη των τιμών ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα, μετά το άνοιγμα της αγοράς. Μόνο την τελευταία περίοδο, μεταξύ του πρώτου εξαμήνου του 2011 και του πρώτου εξαμήνου του 2013, σε περίοδο αποπληθωρισμού και μείωσης της ζήτησης και των εισοδημάτων, η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας, συμπεριλαμβανομένων των πάσης φύσεως επιβαρύνσεων, αυξήθηκε κατά 24,8% για τους οικιακούς καταναλωτές και κατά 19% για τη βιομηχανία (Eurostat. Electricity and Natural Gas Price Statistics). Σημειώνεται ότι είχαν προηγηθεί και άλλες αυξήσεις κατά την προηγούμενη χρονική περίοδο. Με δεδομένες τις ατέλειες της αγοράς, καλό είναι να μην επαναπαυόμαστε, με την πεποίθηση ότι για όλα θα φροντίσει ο ανταγωνισμός.
Αυτός άλλωστε είναι και ο λόγος για τον οποίο στις ΗΠΑ ιδιαίτερα γίνεται μεγάλη συζήτηση πάνω στο ζήτημα της φύσης και της έκτασης της αναγκαίας ρυθμιστικής παρέμβασης, για να αποτραπεί η επανάληψη φαινομένων τύπου Καλιφόρνιας, όπου το καλοκαίρι του 2000, οι χονδρικές τιμές εκτοξεύτηκαν στα ύψη σε ολόκληρη την Πολιτεία και στο Σαν Ντιέγκο οι λογαριασμοί διπλασιάστηκαν.
Η τρίτη διάσταση του προβλήματος έχει σχέση με την επιζητούμενη απόδοση του κεφαλαίου και την περίοδο ανάκτησης.
Είναι φυσικό, οι νέοι παίκτες να μην αρκούνται στις χαμηλές αποδόσεις και στις μεγάλες περιόδους ανάκτησης, στις οποίες αρκούνταν η μονοπωλιακή ΔΕΗ. Αυτό, πρακτικά, σημαίνει υψηλότερες τιμές. Μην περιμένουμε, λοιπόν, να δούμε μειώσεις των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος. Αν συνεχιστεί η αύξηση του μεριδίου του ακριβού φυσικού αερίου και των πολύ ακριβότερων ΑΠΕ στο σύστημα, εις βάρος του φθηνού εγχώριου λιγνίτη, αναπόφευκτα θα δούμε τη συνέχιση της αυξητικής τάσης.
Η αυξητική τάση ενισχύεται και από την –επιχειρηματικά λογική– επιδίωξη των νέων ανεξάρτητων παραγωγών για αποδόσεις και περιόδους ανάκτησης κεφαλαίου, που είναι περισσότερο συμβατές με την ιδιωτική επιχειρηματική δραστηριότητα.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β. ΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ
Οικονομολόγος, τ. γενικός διευθυντής ΔΕΗ, τ. διευθύνων σύμβουλος
ΤΡΑΜ Α.Ε., τ. πρόεδρος της Επιτροπής Ενέργειας του CEEP (Βρυξέλλες.
Ευρωπαϊκό Κέντρο Επιχειρήσεων με Δημόσια Συμμετοχή)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου